Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Σύνοψη... - Του Απόστολου Βεργή*

Αρχική | Απόψεις | Σύνοψη... - Του Απόστολου Βεργή*

Μάχες αόρατες συμβαίνουνε παντού και συνεχώς. Σκιές, μυστήρια, περήφανα γεφύρια, παγκάκια για περαστικούς, γύφτοι με φορτηγά (ακούγεται απ' τα χωνιά ενός από αυτά τα φορτηγά το “μελαχρινάκι”): Μεταναστεύουμε και γενικώς και ειδικώς κι όσο περνάει ο καιρός: Ποιος να 'χει όρεξη να κυνηγά ποντίκια; Ποιος να 'χει όρεξη να ξεπερνά; Ποιος να 'χει όρεξη ν' αλλάζει τα σχισμένα ρούχα του ή τις σχισμένες τις σημαίες στα προαύλια εκκλησιών; Λίγο προτού γίνει οριστικά ο χρόνος μας χαμένος, ξέρει τα πάντα, τα έχει δει, βρίσκεται πιο μπροστά: Μυριάδες φώτα σβήνουνε κάθε πρωί ή συνεχίζει ν' αναφέρεται η γη στο τώρα, με τις ίδιες συνθήκες, με την ίδια πνευματική τροφή. Μα δοκιμάζοντας, μάλιστα υπερβαίνοντας και όρια, παρανοώντας στίχους τραγουδιών, παραχωρώντας ποιότητα κι όχι δαμάζοντας αλλά, περνώντας μ' ευκολία απέναντι, ανάμεσα, πιο πέρα. Πιο πέρα, αποκαλώντας φλιτζάνι το ποτήρι, αποκαλώντας ντουζ την ψησταριά, αποκαλώντας “Μεγαλειότατε!” τον διάβολο, χτυπώντας παλαμάκια για να τ' ακούσουν τα γκαρσόνια τού πολιτισμού και να σερβίρουν στους λαούς μια απ' τα ίδια.

Τώρα, με τα προγονικά μας Ευαγγέλια μες στο μυαλό, εκθέτοντας στιγμές στις ανηφόρες, πίνω ζεστό νερό, ραγίζω βλέποντας ν' αποστατούν οι μέρες. Αγγίζω πέτρες στου παλαιού σχολείου την αυλή. Τις πέτρες μας - κι ο ουρανός φιλοξενεί σκόρπια τα σύννεφα: Ω τι υπέροχες στιγμές! Κι όχι εκεί στον Άδη μακριά μα 'δω πάνω στη Γη που την πατούμε, οργιάζοντας με έξι ή επτά ελπίδες συντροφιά - ότι προλάβουμε παιδιά, ότι αντέχουμε να το πληρώνουμε με νόμισμα ξανά τον χρόνο που τον χάνουμε, τον χρόνο που τον βρίσκομαι, τον χρόνο που μπορεί να μην υπάρχει. Ψες περπατούσα κι έβρισκα απομεινάρια προηγούμενων: Μια σπασμένη πόρτα, μια γκρεμισμένη στέγη, ένα τρύπιο και σαρακοφαγωμένο παραθύρι, κομμάτια από μια γλάστρα κόκκινη που μέσα της, παλιά, ίσως να φύτρωνε βασιλικός ή δεντρολίβανο ή και μολόχα, μια γλάστρα που την έσπασε ένα παιδί με μπάλα, παίζοντας, μες στο παιχνίδι, μες στο παιχνίδι τού “ευλόγισον”, μες στο παιχνίδι και τού “δι ευχών”: Στόχος το αποτέλεσμα, μοίρα το αποτέλεσμα, οι πίνακες επιτυχόντων, οι δασμοί, τα πλοία και τα τρένα - οι τόποι θα υπάρχουνε και αύριο, οι τρόποι θα αλλάξουν κι αυτό σιγά-σιγά, ανεπαίσθητα, για να ακολουθήσουνε και άλλες μεταβάσεις. Γοητεύουν τα παιχνίδια, γοητεύουν οι στιγμές τους. Απ' τη γοητεία στην τραγωδία πορεύεται ο κόσμος μας, οι κοινωνίες μας, η ιστορία• και νοσταλγώντας κι επιτρέποντας επιστροφές, επισκέψεις, εορτασμούς και χρονικές αναφορές. Και η Ελλάδα πάντα μόνη της, αυτή και οι πληγές της. Μόνη της να κοσμογονεί με λάθος τρόπους, να θέλει όλα αυτά τα σύννεφα που 'ναι ετούτη τη στιγμή στον ουρανό της να τα κρύβει, να κρύβει και τούς βράχους της ή έστω να τούς παραχωρεί σε ερημίτες. Όμως σήμερα σπανίζουν οι γνήσιοι ερημίτες, σπανίζει γενικώς η γνησιότητα και βασιλεύουν οι κουβέντες. “Για να σώστε τις ψυχές σας πρέπει...” λέγαν οι προηγούμενοι πνευματικοί. “Ψάξτε να βρείτε τις ψυχές σας” θα σας πουν οι ψυχαναλυτές τού αύριο και θα 'χουν χίλια δίκια. Ψυχή - πρόσωπο, πρόσωπο - ψυχή, απλουστευμένες συσχετίσεις που όμως λεν πολλά πριν πεταχτούν μες στο καλάθι των αχρήστων. Κι όσα δεν αποκτήσαμε κι όσα δεν θ' αποκτήσουμε ποτέ, τύχη και χρόνος τα 'φτιαξαν, γιαυτό κι όσοι καταλαβαίνουν επιμένουν να εκτίθενται στους ρυθμούς: Στο ρυθμό των αλλαγών στα σχολικά προγράμματα, στο ρυθμό με τον οποίο έρχονται τα διαλείμματα, στο ρυθμό με τον οποίο ξαναγεννιέται το χορτάρι. Ξαναγεννιέται το χορτάρι, τα χωράφια πρασινίζουν, παλιές δηλώσεις-όρκοι αίρονται, εμφύλιοι περνούν σε άλλες φάσεις. Μα ο δικός μου κάμπος δεν βλέπει προς τη θάλασσα, στερείται τής αρμύρας η οποία δίνει λύσεις δια τής εύκολης φυγής, δια τής απομάκρυνσης από τα μέρη τού αιώνιου χιονιού, πηγαίνοντας προς τα εκεί όπου ακούγεται πως έχει πάντα ήλιο. Μήπως δεν μεγαλώσαμε με όνειρο τον ήλιο; Τον ήλιο, τον χρόνο λησμονώντας, τις νύχτες αποφεύγοντας, φοβούμενοι τις αλλαγές, λατρεύοντας (υποκριτικά) παρθενικότητες, λατρεύοντας διλήμματα  τύπου “όχι-ναι”, μπερδεύοντας τη γαλήνη με την στασιμότητα, παρανοώντας κάθε τι που μας προσφέρεται ως δημιουργίας εργαλείο - κι “ακόμα τούτη η άνοιξη ραγιάδες-ραγιάδες”.

Κι αφού γοητεύονται οι άνθρωποι, μετά απογοητεύονται. Οι γάτες όμως λειτουργούν διαφορετικά, λειτουργούν προχωρώντας προς τα μπρος με φλάμπουρο επίθεσης τη φύση. Η φύση άλλωστε, δε ρωτά το πώς και το γιατί. Η φύση προχωρά κι αυτή, χωρίς να υπολογίζει ούτε απώλειες, ούτε και μπράβο.  Προχωρά χωρίς να βλέπει πως υπάρχουν και κτίσματα που 'χουν χτιστεί πάνω σε νοτισμένη άμμο. Λοιπόν, μήπως είναι ανθρώπινο προνόμιο οι κατάρες;  Περίπου είναι έτσι: Επανερχόμαστε στο παρελθόν, το χρησιμοποιούμε κατά βούλησιν, ότι μας ενοχλεί το σβήνουμε και ότι μας συμφέρει το τονίζουμε με γράμματα πιο έντονα, μέσα σε τάχα φιλοσοφικές γραφές - αρκούντως ανελεύθερες, πάντα όμως επικαλούμενες την ελευθερία: Για την ελευθερία το λοιπόν, για κάποιο από τα κουρέλια της, τα φθαρμένα της κουρέλια που τα σκορπούν οι άνεμοι εδώ-εκεί μετά από σημαδιακές, τυφλές επαναστάσεις.

Κι αποκαλύψεις κι ανακαλύψεις λόγω κάποιας απογοήτευσης. Και να ο ένας αθλητής. Και να ο άλλος ποιητής. Και να ο τρίτος λήσταρχος. Για να επιβεβαιωθεί ξανά ο νόμος των διαφοροποιήσεων: Η τραγικότητα των προσώπων κόντρα στις όμορφες κατασκευές, στο μακιγιάζ και στους κατά παραγγελία επικήδειους που συνηθίζονται απ' τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα ως εύστοχες μα θλιβερές παραχαράξεις. Στρατεύσεις λόγων: Υποθήκες τιμωριών κι ανθρώπων που  θέλουν να ελπίζουν. Αλίμονο, υπάρχουν και ελπίδες εφικτές• όμως η τάση των λαών προς τούς αγύρτες, μας μπερδεύει. Η τάση των λαών, η τάση των ανθρώπων. Λίγοι απ' τούς ανθρώπους τα διατηρούν τα πρόσωπά τους υπαρκτά (όχι απαραιτήτως καθαρά) - αυτοί δεν έχουνε ανάγκη κουρελούδες για σκεπάσματα, ακόμα και στις πλέον κρύες νύχτες που 'χουν οι βαρυχειμωνιές στους δρόμους των αιώνων.

Και να ο ένας αθλητής. Και να ο άλλος ποιητής. Πάνω απ' όλα άνθρωποι που 'χουνε κάποιους στόχους βάλει στη ζωή τους. Οι γάτες όμως έχουν ως στόχο τής ζωής τους τη ζωή: Το φαγητό και την αναπαραγωγή. Εντέλει το χουζούρεμα. Ανατολίτισσες. Ναι Ανατολίτισσες από γεννησιμιού  τους. Κι από καταγωγή (αναντάμ - παπαντάμ) και απ' τη φύση. Και σπίτια τους: Όπου να 'ναι. Κι εμείς να χτίζουμε, να έχουμε, να θέλουμε. Να είμαστε γιατί χτίζουμε, έχουμε, θέλουμε: Λογική, σου λέει ο άλλος και ύστερα δημιουργεί κομπίνες, ψάχνει για νέες γκόμενες, νεότερες, πιο όμορφες, χάνεται μες στη ματαιότητα τής ύπαρξής του, υποστηρίζοντας κανόνες, βεβαίως-βεβαίως, για κείνον ευμετάβλητους: Ποια λογική; Ποια ηθική;  Μόνο φιλοδοξίες και εγωισμοί: Το θέμα είναι προφανώς η διαχείρησή τους.

*Συγγραφέας - Ποιητής





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Παύλος Πολάκης: Γκαζόζα - Του Μιχάλη Τσιντσίνη

19 Ιουλίου 2024, 14:42
2' 4" χρόνος ανάγνωσης   Γελούσε λίγο με τον εαυτό του. Εκφέροντας εκείνη τη φράση, που ...

Οι κουκούλες και οι σακούλες - Της Ιωάννας Μάνδρου

17 Ιουλίου 2024, 15:04
1' 54" χρόνος ανάγνωσης   Φωτό: Βικιπαίδεια Πριν από λίγες ημέρες, επανήλθε μετ’ επιτάσεως το αίτημα πολλών ...

Παλεύοντας με τη Λερναία Υδρα - Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

11 Ιουλίου 2024, 23:15
1' 54" χρόνος ανάγνωσης   Τον Μάιο, μας απασχόλησε η προϊσταμένη στην εφορία της Χαλκίδας. Hταν ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0