Ο τραμπισμός που μένει - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Πέρασε τέσσερα χρόνια ως ηγέτης των οπαδών του, όχι των Αμερικανών γενικότερα
Η Σώτη Τριανταφύλλου σχολιάζει τι αφήνει πίσω της η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, το φαινόμενο του Τραμπισμού και την επόμενη μέρα στις ΗΠΑ του Τζο Μπάιντεν.
Η επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως υποψηφίου το 2016 ήταν, νομίζω, μια μεγάλη γκάφα των Ρεπουμπλικανών. Η ανάδειξη ενός τέτοιου προσώπου δεν ήταν «νομοτέλεια», ήταν ιστορικό ατύχημα. Και παρότι η πολιτική συνυφαίνεται με τις προσωπικότητες που την ασκούν, όταν κάνουμε τον απολογισμό της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται λογικό να επικεντρωθούμε περισσότερο στην προσωπικότητα παρά στα πολιτικά πεπραγμένα ― μια προσωπικότητα ομολογουμένως απεχθής.
Τούτου λεχθέντος, πρέπει να εμβαθύνουμε περισσότερο στο φαινόμενο και να αναρωτηθούμε κατά πόσον και γιατί το εν λόγω βδέλυγμα αντιπροσωπεύει στις ΗΠΑ μια οριακή πλειοψηφία που μπορεί να υπερβεί ξανά και ξανά το όριό της. Επινοήθηκε ο νεολογισμός «τραμπισμός» για να εκφράσει μια πολιτική ιδεολογία, ένα ύφος διακυβέρνησης, ένα πολιτικό και κοινωνικό κίνημα και ένα σύνολο μηχανισμών μέσω των οποίων ο 45ος πρόεδρος άσκησε την προεδρία και έχτισε μια ευρεία πολιτική βάση. Αν θέλουμε να τον περιγράψουμε με λίγες λέξεις πρόκειται για ένα συνδυασμό άκρας δεξιάς και reality show, για μια τάση, για έναν πειρασμό μη-φιλελεύθερης δημοκρατίας με εθνικιστικές (όχι απλώς «πατριωτικές» όπως είθισται) απαντήσεις στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Μερικές από τις εθνικιστικές αυτές απαντήσεις θα μπορούσαν να είναι ευεργετικές για τον υπόλοιπο κόσμο αν εφαρμόζονταν στο πλαίσιο ενός συνεπούς και συνεκτικού προγράμματος: θα μπορούσαν, λόγου χάρη, να αποτρέψουν αμερικανικές επεμβάσεις στο εξωτερικό, να αναχαιτίσουν το Ισλάμ, να ταρακουνήσουν διεθνείς οργανισμούς που έχουν πέσει σε λήθαργο και να δώσουν ένα παράδειγμα περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής διεθνώς. Το παράδοξο και ταυτοχρόνως το αναμενόμενο είναι πως δεν συνέβη τίποτα από όλα αυτά. Εδώ έγκειται η ουσία του τραμπισμού: δεν αποτελεί μια συνέχεια από λογικές αποφάσεις, είτε διαφωνεί κανείς με αυτές είτε όχι ―αντιθέτως, είναι ένα οπορτουνιστικό συνονθύλευμα στο οποίο συνυπάρχουν αντικρουόμενες θέσεις, αλλοπρόσαλλες προτιμήσεις και ευκαιρικά καπρίτσια.
Υποτίθεται ότι η εκλογική βάση του Τραμπ εμπλούτισε την εκλογική βάση των Ρεπουμπλικανών με εργαζομένους, κυρίως «λευκούς» (whatever that means) που πιστεύουν ότι το Κατεστημένο των Δημοκρατικών και της αριστεράς ―στην παιδεία και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης― απομακρύνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από τις θεμελιώδεις αξίες της εργασίας, του πλουτισμού, των πρωτείων και της ατομικής ελευθερίας. Ανέκαθεν στις ΗΠΑ υπήρχε αυτή η οριακή πλειοψηφία που περιφρονούσε τις ελίτ, δεν κατανοούσε την αμερικανική επεμβατικότητα στο εξωτερικό ―ήταν υπέρ του απομονωτισμού― και πίστευε στη λευκή υπεροχή αν και όχι απαραιτήτως με πολεμική διάθεση. Επρόκειτο για στρώματα προσκολλημένα στην αξία της προσωπικής προσπάθειας και του νόμου και τα οποία, αν θέλουμε να τα δούμε στην ιστορική τους εξέλιξη, θεωρούσαν τον Άντρου Τζάκσον, όχι τον Λίνκολν, πρότυπο του ιδεώδους Αμερικανού προέδρου. Οι κοσμοπολίτικες ελίτ με τα ελευθεριακά ήθη και τη φυλετική ανάμειξη σοκάρουν τα στρώματα με χαμηλή μόρφωση και συχνά με θρησκευτικό ζήλο.
Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα πόνταρε στον Τραμπ, μολονότι πολλοί Ρεπουμπλικανοί τον θεωρούσαν γραφικό ―πρώην πλεϊμπόι, party animal και τηλεοπτικό αστέρι από ζάπλουτη οικογένεια του Κουίνς― για να συνδυάσει τις ποικίλες τάσεις στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα: Tea Party, alt-Right και παραλλαγές της ελευθεριακής δεξιάς (εναντίον της φορολογίας, εναντίον της κρατικής πρόνοιας και γενικότερα της κρατικής παρουσίας), φανατικοί θρησκευόμενοι και νέοι (που ταυτίζονται με την πλευρά πλεϊμπόι). Οι Ρεπουμπλικανοί έβαλαν κυριολεκτικά ένα στοίχημα και το κέρδισαν ―προσωρινά. Τώρα κινδυνεύουν να χάσουν το ίδιο τους το κόμμα που διχάζεται και γλιστράει προς την πολιτική του περιθωρίου.
Οι Ρεπουμπλικανοί επένδυσαν τον Τραμπ με μια σειρά από παλιές, δοκιμασμένες αξίες και συνθήματα: με το αυτονόητο America First που χρονολογείται από την αρχή του 20ού αιώνα ―λες και θα μπορούσε ποτέ μια αμερικανική διοίκηση να χρησιμοποιήσει ως σύνθημα το America Second ή America Last― και με στόχο να ελκύσει ομάδες με τις οποίες ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχει καμία σύνδεση, όπως για παράδειγμα οι Ευαγγελιστές και άλλοι θρησκόληπτοι που ανησυχούν μπροστά στη δήθεν εντεινόμενη αθεΐα στις ΗΠΑ. Τα επίσημα πολιτικά χαρακτηριστικά του κόμματος ―ελεύθερη επιχειρηματικότητα, μικρό κράτος, κατάργηση επιδομάτων, color-blindness― υποχώρησαν και, μέσω του υποψηφίου και στη συνέχεια του προέδρου, βγήκε στην επιφάνεια η βαθύτερη ουσία του σύγχρονου αμερικανικού συντηρητισμού: η ανάγκη για αρρενωπό ηγέτη «με πυγμή» και η πρόθεση βίας κατά των «εχθρών του λαού» (ελίτ, ΜΜΕ, οικουμενιστές, δικαιωματιστές, Antifa). Παραλλήλως, αποθεώθηκε μια εικόνα για τον σύγχρονο Αμερικανό που μοιάζει λίγο με country & western: ευρύστερνοι φορτηγατζήδες που διανύουν τους δρόμους της ελευθερίας πίνοντας μπίρες και διαπράττοντας μια σειρά από μικρές politically incorrect πράξεις. Aλλά μέχρις ενός σημείου διότι οι φορτηγατζήδες είναι, ταυτοχρόνως, θεοσεβούμενοι. Με λίγα λόγια, ο Τραμπ δημιουργήθηκε με το πατρόν του αμερικανικού εθνικισμού (ο περιούσιος λαός), της συνωμοσιολογίας για τη Συντέλεια του κόσμου (κάποτε εξαιτίας της εβραϊκής συνωμοσίας, κάποτε, όπως και τώρα, εξαιτίας των άθεων κομμουνιστών και άλλων σκοτεινών, πολύ σκοτεινών, δυνάμεων) και πρόσθεσε τα συστατικά της προσωπικότητάς του τα οποία περιγράφονται αρνητικά: έλλειψη ενσυναίσθησης, έλλειψη χιούμορ, έλλειψη μέτρου, έλλειψη αυτογνωσίας, έλλειψη πείρας στην πολιτική (αντιθέτως, πλούσια πείρα στην κερδοσκοπία, στην παρανομία, στη νυχτερινή ζωή και στα reality shows), έλλειψη αισθητικής, έλλειψη συνέπειας και ήθους.
Aυτό το πατρόν προϋπήρχε βεβαίως, αλλά ο τραμπισμός το ενέτεινε και το χειροκρότησε, ενώ οι Δημοκρατικοί εν γένει το περιφρονούν και προσβλέπουν στην εκρίζωσή του. Ακόμα και οι «κανονικοί» Ρεπουμπλικανοί απέφευγαν, παλιότερα, τις συναναστροφές με ομάδες λευκής υπεροχής και με χριστιανοφασίστες που περιμένουν τον λαϊκό μεσσία. Ο Τραμπ έβαλε στο μείγμα και το χαρακτηριστικό της αμετροπέπειας που σε πολλούς φαίνεται «ειλικρίνεια»: είμαι «ειλικρινής», δεν είμαι υποκριτής, ξεστομίζω ό,τι μου κατεβαίνει. Δημιουργήθηκε έτσι μια αμφίδρομη σχέση με τους οπαδούς του: τον τράβηξαν προς τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό (για τον οποίον δεν είχε ιδέα) και εκείνος κολάκεψε όλα τους τα βίτσια: τη χωριατιά (λεξιπενία, πνεύμα ανυπακοής, παρεξήγηση και κατάχρηση δικαιωμάτων, αμφιθυμία έναντι του νόμου), την απόρριψη των φυσικών συμμάχων των ΗΠΑ, όπως ο Καναδάς και οι ΗΠΑ, καθώς και τη φοβία φανταστικών εχθρών όπως οι Μεξικανοί.
Οι αντιφάσεις ήταν τόσο εντυπωσιακές ώστε οι χειρονομίες του Ντόναλντ Τραμπ παραμένουν σε εκκρεμότητα: δεν συνδέονται μεταξύ τους. Λόγου χάρη, αν και οι οπαδοί του δύσκολα θα ανέχονταν ηγέτες σαν τον Πούτιν ή τον Ερντογάν, ο πρόεδρος φάνηκε να τους φλερτάρει. Ευτυχώς γι’ αυτόν, οι τραμπιστές δεν πολυενδιαφέρονται για τη διεθνή σκηνή και η μεγάλη οικονομική άνθηση που συνεχιζόταν μέχρι την πανδημία ―χωρίς να έχει επιβραδυνθεί έκτοτε όσο θα περίμεναν οι αντίπαλοί του― τους αποζημιώνει. Και πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με μια «ιδεολογία» ή με μια φιλοσοφία, αλλά με μια απλή καθημερινή πρακτική: Παίζε αδυσώπητα και κοίτα να βγαίνεις πάντοτε νικητής.
Η προεδρία του Τραμπ ήταν μοναδική ακριβώς γι’ αυτό: ευθυγραμμίστηκε με όποιον πιστεύει πως πρέπει να παίζεις αδυσώπητα και να βγαίνεις πάντοτε νικητής. Πέρασε τέσσερα χρόνια ως ηγέτης των οπαδών του, όχι των Αμερικανών γενικότερα. Και γι’ αυτό, εξύμνησε τον δυναμισμό του όχλου, τον χουλιγκανισμό και την απελευθέρωση της γλώσσας στο σημείο της προστυχιάς: Bitch, I’m the President! Δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα, καλλιέργησε τον συλλογικό ναρκισσισμό στον οποίον οι ΗΠΑ είναι εξαιρετικά επιρρεπείς και προώθησε την ιδέα της υποκειμενικής αλήθειας, της ιδέας του «είναι αλήθεια επειδή έτσι θέλω», από την οποία, όπως είναι φυσικό, προκύπτει πως όσοι δεν τη συμμερίζονται είναι ψεύτες.
Η δολοφονία χαρακτήρων και ο μη σεβασμός στους εχθρούς είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής που σημάδεψε την προεδρία και που αποτελεί ένα φαύλο κύκλο. Έκαναν άραγε την αρχή οι Δημοκρατικοί ή δεν υπήρχε καμιά ελπίδα συνεννόησης ακόμα κι αν συμπεριφέρονταν στον Ντόναλντ Τραμπ με τον σεβασμό που αντιστοιχεί στον θεσμό; Ποτέ δεν θα μάθουμε. Νομίζω πάντως ότι αν και η υπόθεση ήταν χαμένη από την αρχή, οι Δημοκρατικοί έσφαλαν δίνοντας δικαίωμα στον Τραμπ να καταγγέλλει τη δυσφήμισή του στα liberal ΜΜΕ.
Το Δημοκρατικό Κατεστημένο είναι μια πραγματικότητα: στηρίζεται σε λιγότερο ευρεία βάση από την οριακή πλειοψηφία των τραμπιστών αλλά είναι ισχυρότερο λόγω του μεγαλύτερου κύρους του (μόρφωση, διασυνδέσεις με τον ψηφιακό κόσμο, ευρωπαϊκές και διεθνείς φιλίες). Στην αντίθετη πλευρά είναι ο «λαός» με τις προκαταλήψεις του, με τα πρωτόγονα αντανακλαστικά του, με τη ροπή του σε νοσηρές προσωπικότητες που θεωρεί χαρισματικές. Για να σταθεί ο Τζο Μπάιντεν μέσα σ’ αυτόν τον τραμπικό όχλο και να εξασφαλίσει ειρήνη και συναίνεση, χρειάζεται ένα είδος εσωτερικής smart power, ένα συνδυασμό ισχύος, σύναψης συμμαχιών, επιρροής και νομιμότητας. Όσο για τον Ντόναλντ Τραμπ προβλέπω ότι αν προχωρήσει στην πολιτική ανεξάρτητα από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα γελοιοποιηθεί περισσότερο απ' ό,τι έχει ήδη γελοιοποιηθεί. Κι όσο για τους τραμπιστές, εφόσον «είναι αλήθεια επειδή έτσι θέλω», πιστεύουν, μεταξύ άλλων, ότι η εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν συνωμοσία των Δημοκρατικών: το ζήτημα δεν είναι ωστόσο να τους αναμορφώσει κανείς (δεν γίνεται) αλλά να τους ακούσει και να τους καθησυχάσει.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα