"Η καταγωγή της Ελληνικής Γλώσσης, προφορικής και γραπτής"
Η γλωσσική ἐπάρκεια καί ἡ πληρότης εὑρίσκεται
εἰς τόν πλοῦτον τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης
Ὑπὸ τοῦ Dr. Κωνσταντίνου Γ.-Α. Νιάρχου,
Oxford University, Καθηγητοῦ Φιλοσοφίας,
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἡ δημοσίευσις τῆς ὁμιλίας τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Καθηγητοῦ καί τ. Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν κου Ἀντωνίου Κουνάδη, ἀπό τάς ἐκδόσεις τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμ. 94, 2019, σσ. 24 καί ἐξῆς, μέ θέμα ¨Ἡ Καταγωγή τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, προφορικῆς καί γραπτῆς", κατά τήν Συνεδρίαν τῆς 15ης Ἰανουαρίου 2019, μᾶς παρέχει τήν εὐκαιρίαν τῆς μελέτης καί ἑρμηνείας τῆς ἀνωτέρω ὁμιλίας τοῦ κ. Ἀκαδημαϊκοῦ.
Ἡ διεπιστημονικὴ καὶ ἐμπεριστατωμένη εἰσήγησις τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ κ. Ἀντωνίου Κουνάδη, «Περὶ τῆς προελεύσεως, τῆς δομῆς, τῆς οὐσίας καὶ τῆς λειτουργικότητας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» παραμένει πάντα ἐπίκαιρος, εἴπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε, σήμερον, ἐπιβεβαιοῦσα τὸν κλασσικόν, δηλονότι, τὸν διαχρονικὸν χαρακτήρα καὶ τὴν σπουδαιότητά της διὰ τὸ νοεῖν καὶ τὸ δημιουργικῶς ἐκφράζεσθαι. Εἰς τὴν ὁμιλίαν του αὐτὴν ὁ κ. Καθηγητὴς μεθοδικῶς παραθέτει καὶ ἀξιολογικῶς ἑρμηνεύει τὰ ἐπιστημονικὰ ἐρευνητικὰ πορίσματα τῶν κορυφαίων εἰδικῶν γλωσσολόγων καὶ ἱστορικῶν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ θεμελιώνει τὰ πορίσματά του ἐπὶ τῶν θεωριῶν καὶ τῶν ἐπιχειρημάτων του.
Ὁ Ἀκαδημαϊκὸς κ. Κουνάδης δὲν διεκδικεῖ τὴν εἰδικότητα τοῦ γλωσσολόγου, ὅμως μὲ θάρρος καταθέτει τὴν οἵαν ἔχει γνώμην, καθ’ ὅσον ἡἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι πανανθρωπίνη ἀξία καὶ τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν ἐπιστημῶν. Τούτου ἕνεκα ἡ ὁμιλία τοῦ κ. Ἀκαδημαϊκοῦ εἶναι φύσει καὶ θέσει ἀποδεκτὴ ὑπὸ τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος, ἡ δὲ ἐπ’ αὐτῆς ἀσκουμένη κριτικὴ δέον ὅπως ἐρείδεται ἐπὶ ἐπιστημονικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ οὐχὶ ἐπὶ ἰδεολογημάτων, τὰ ὁποία προκαλοῦν συσκοτισμὸν τῆς νοήσεως καὶ ἀπόκρυψιν τῆς ἀληθείας.
Φωτο: Ο κ. Αντώνης Κουνάδης
Γενικῶς, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὸ κάλλιστον τῶν φωνημάτων, κατὰ τὸν Ἀδαμάντιον Κοραῆν, ὡς ἐκ τῆς πλουσιωτάτης λεκτικῆς καὶ ἐννοιολογικῆς συνθέσεώς της, ὑπηρετεῖ μετ’ ἀκριβείας τὸν λόγον καὶ ὡςἐκ τούτου εἶναι τὸ ἀπαραίτητον δομικὸν καὶ συστηματικὸν πλαίσιον τελείας ἐκφράσεως τοῦ νοεῖν, τοῦ ἐνάρθρου λόγου, ἐν ἀντιστοιχίᾳ πάντοτε πρὸς τὸν ἐνδιάθετον λόγον. Ὑπὸ τὴν ἔποψιν αὐτὴν ἡ νόησις, δηλονότι ἡ τοῦ νοῦἐνέργεια, οὐδεμίαν ἀντικειμενικὴν καὶ πρακτικὴν ἀξίαν θὰ εἶχεν, καθ’ ὅσον ἡ γλῶσσα δύναται καὶ δὴ καὶ ἡ ἑλληνική, νὰ ὁρίζη ἐννοίας, ἀκόμη καὶ ἀφηρημένας, ὅπως τὰ μαθηματικά. Τὸ δὲ πρόβλημα αὐτὸ ἐκτενῶς ἀναπτύσσεται ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος εἰς τὴν Πολιτείαν καὶ ἐντεῦθεν, ὅπως διετυπώθη, ὑπὸ τῆς μαθηματικῆς λογικῆς τοῦ Leibnitz, τοῦ Russell καὶ τοῦ Quine. Τὴν στενὴν σχέσιν μεταξὺ τῆς νοήσεως καὶ τῆς γλώσσης ἐπεσήμανε ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης, ἀποτέλεσμα δὲ τῆς σχέσεως αὐτῆς εἶναι ἡ ὁμιλία, ὡς πλήρης ἔκφρασις τοῦ νοεῖν. Ἐπὶ πλέον τὰ σημεῖα καὶ τὰ σύμβολα, διὰ τῶν ὁποίων ἐκφράζεται ἡ γλῶσσα εἶναι, κατ’ οὐσίαν, παραστάσεις τῆς διανοίας, ἀναφερόμεναι εἰς τὰ νοητὰ καὶ τὰ αἰσθητά. Ἐνταῦθα παρεμβαίνει ὁ φιλόσοφος, ὁ ὁποῖος, ὅπως λίαν προσφυῶς τονίζει ὁ Καθηγητὴς Φιλοσοφίας – Ἀκαδημαϊκὸς Ε. Μουτσόπουλος, δημιουργεῖ τὸν ἐννοιολογικὸν πλοῦτον, τὴν δομὴν τοῦ λόγου καίτήν ἀκριβῆ-σαφῆ ἔκφρασιν, καθώς ἐπετεύχθη ὑπὸ τοῦ Descartes εἰς τὴν Γαλλικὴν καὶ ὑπὸ τοῦ Hegel εἰς τὴν Γερμανικὴν γλῶσσαν. Ὄντως οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι δὲν ἐκφύονται εἰς χρόνους ἀσχέτους πρὸς τὴν ἀνάγκην τῆς ἐποχῆς των, γλωσσικήν, πολιτικὴν καὶ πολιτισμικήν, καὶ καλοῦνται νὰ διαμορφώσουν καὶ νὰ ἐνεργοποιήσουν τὴν διάνοιαν εἰς τὴν ἀρτίαν αὐτῆς γλωσσικὴν ἔκφρασιν.
Ὁ Ἀκαδημαϊκὸς Καθηγητὴς κ. Κουνάδης ἐρευνᾶ τὴν σχέσιν, ἂν ὑπάρχη, μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦἀλφαβήτου μετὰ τοῦ φοινικικοῦ καὶ δὴ καί τῶν συμφώνων αὐτοῦ. Εἰδικώτερον ἀναφέρεται εἰς τὴν θεωρίαν καθ’ ἣν τὸἑ λληνικὸν ἀλφάβητον ἐξαρτᾶται πλήρως ἐκ τοῦ φοινικικοῦ καὶ τοῦἑβραϊκοῦ, ἐπὶ τῇ βάσει σχετικῆς μαρτυρίας τοῦ Ἡροδότου, μιᾶς θεωρίας ἐν πολλοῖς ἀμφισήμου, δεδομένου ὅτι ἡ φράσις του «… ὡς ἐμοὶ δοκεῖ», εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ὑποκειμενικὴ ἐνδεχομένη ἄποψις, τὴν ὁποίαν παντελῶς ἀμφισβητεῖ ὁ ἱστορικὸς Διόδωρος ὁ Σικελιώτης, καὶ ἀντ’ αὐτῆς προτείνει τὴν καταγωγὴν τοῦἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου κυρίως ἐκ τῆς κρητικῆς διαλέκτου. Χαρακτηριστικῶς λέγει:
«Ταῖς δὲ Μούσαις δοθῆναι παρὰ τοῦ πατρὸς τὴν τῶν γραμμάτων εὕρεσιν καὶ τὴν τῶν ἐπῶν σύνθεσιν τὴν προσαγορευομένην ποιητικήν. πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας, ὅτι Σύροι μὲν εὑρεταὶ τῶν γραμμάτων εἰσί, παρὰ δὲ τούτων Φοίνικες μαθόντες τοῖς Ἕλλησι παραδεδώκασιν, οὗτοι δ´ εἰσὶν οἱ μετὰ Κάδμου πλεύσαντες εἰς τὴν Εὐρώπην, καὶ διὰ τοῦτο τοὺς Ἕλληνας τὰ γράμματα Φοινίκεια προσαγορεύειν, φασὶ τοὺς Φοίνικας οὐκ ἐξ ἀρχῆς εὑρεῖν, ἀλλὰ τοὺς τύπους τῶν γραμμάτων μεταθεῖναι μόνον, καὶ τῇ τε γραφῇ ταύτῃ τοὺς πλείστους τῶν ἀνθρώπων χρήσασθαι καὶ διὰ τοῦτο τυχεῖν τῆς προειρημένης προσηγορίας» (5, 74) και: «δι´ ἃς αἰτίας πολλαῖς ὕστερον γενεαῖς Κάδμος ὁ Ἀγήνορος ἐκ τῆς Φοινίκης πρῶτος ὑπελήφθη κομίσαι γράμματα εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπ´ ἐκείνου τὸ λοιπὸν οἱ Ἕλληνες ἔδοξαν ἀεί τι προσευρίσκειν περὶ τῶν γραμμάτων, κοινῆς τινος ἀγνοίας κατεχούσης τοὺς Ἕλληνας». (5, 57).
Ὄντως δὲν ὑφίστανται κείμενα ἢ ἐπιγραφαὶ καθαροῦ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου. Ὁ Καθηγητὴς κ. Κουνάδης ἀναφέρει πιστῶς τὴν ἐπικρατοῦσαν ἄποψιν εἰς τὴν διεθνῆ βιβλιογραφίαν ὅτι «ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ προϋπῆρχεν τῶν χρόνων τοῦ Τρωικοῦ πολέμου καὶ ὡς ἐκ τούτου τεκμαίρεται πρὶν ἀπὸ τὴν σύνθεσιν τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν, ὅπως χαρακτηριστικῶς ἀναφέρεται εἰς τὸ Λεξικὸν Σουίδα».
Τὸ ὅλον πρόβλημα τῆς καταγωγῆς τοῦ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου ἐκ τῆς κρητικομυκηναϊκῆς γραφῆς ἐξετάζεται ὑπὸ τοῦ κ. Κουνάδη ἐπὶ τῇ βάσει γλωσσολογικῶν καὶ ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν. Οἱ ἐρευνηταί Sir Arthour Evans καὶ Rene Dysseau ἐτόνισαν ὅτι τὸ λεγόμενον «φοινικικόν» δὲν εἶναι ἀλφάβητον, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρωτίστως «Συλλαβάριον», δίχως φωνήεντα, μὲ μόνον σύμφωνα, ἐκτὸς τοῦ Σ, τοῦ Φ καὶ Ψ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Ὁ κ. Κουνάδης ὑπενθυμίζει ὅτι σχετικαί ἔρευναι τοῦ Πανεπιστημίου Irvain τῶν Η.Π.Ἅ, τὸ γνωστὸν ΤLG τεκμηριώνουν ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα.
Ἐν προκειμένῳ ἡ σχετικὴ μαρτυρία τοῦ Πλουτάρχου, Πρόβλημα 737, ἀποκλείει τὴν ἐκδοχήν τοῦ γράμματος Ἄλφα (Ἅ), καθ’ ὅσον προέρχεται ἐκ τοῦ ρήματος ἄλφω, τὸ ὁποῖον σημαίνει εὑρίσκω. Τὸ ἑλληνικὸν ἀλφάβητον τῆς καθιερωμένης ἑλληνικῆς γλώσσης εἶναι τὸ ἰωνικὸν ἐξ 24 γραμμάτων, ἐκ τοῦ ὁποίου προῆλθε ἡ λατινικὴ (κυρίως ἐκ τῶν Χαλκιδαίων κατοίκων μεταναστευσάντων εἰς τὸ Λάτιον τῆς Ἰταλίας) καὶ ἐντεῦθεν αἱ λοιπαὶ σύγχρονοι εὐρωπαϊκαὶ γλῶσσαι.
Ὁ Καθηγητὴς κ. Κουνάδης λίαν ἐπιμελῶς μνημονεύει τάς ἀπαρχάς τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς καθὼς καὶ τάς σχετικάς ἐπιστημονικάς ἐρεύνας γνωστῶν μελετητῶν καὶ δὴ καὶ γλωσσολόγων. Ἀσφαλῶς ἡ τεκμηριωμένη μαρτυρία διασήμων γλωσσολόγων καὶ φιλολόγων, μὲ τὴν καθηγήτριαν τοῦ Πανεπιστημίου τῶν Παρισίων Jacqueline de Romilly ἐπιβεβαιώνουν τοῦ ἀνωτέρω λόγου τὸ ἀσφαλές. Περαιτέρω ὁἈκαδημαϊκὸς κ. Κουνάδης τονίζει ὅτι ἡ «ὅλη ἐπιστημονικὴἔρευνα περὶ τῆς σχέσεως τῶν Φοινίκων μετὰ τῶν Κρητῶν καὶἐντεῦθεν τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἰωνίας, ἔχει ἀχθῆ εἰς τὸ συμπέρασμα τῆς αὐτοτελοῦς δημιουργίας τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Διεθνοῦς ἐμβελείας γλωσσολόγοι, ὅπως ὁ Silbert Murray τοῦ ἡμετέρου Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης καὶ ὁ διάσημος Καθηγητὴς εἰς Πανεπιστήμια τῆς Ἱσπανίας F.R. Adrados σαφῶς διακηρύττουν τὴν αὐτοτέλειαν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῆς καταλυτικῆς ἐπιδράσεώς της ἐπὶ τῆς διαμορφώσεως ὅλων τῶν Δυτικοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν.
Ὁ Ἀκαδημαϊκὸς κ. Κουνάδης ἐξ ἀρχῆς τῆς ὁμιλίας του τονίζει τὸν ἀποκλειστικῶς διεπιστημονικὸν χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ δι’ ἐπιχειρημάτων τεκμηριώνει τὸ ἀσφαλές του λόγου του, δι΄ ὃ καὶ ἡ ἐκ μέρους του ἔρευνα καὶ παράθεσις στοιχείων ἐμπίπτει εἰς τὴν ἀνάγκην «ὅπως ἀναζητηθῆ ἡ ἀλήθεια, κυρίως ἐπὶ τῆς ἀπαρχῆς τῆς συνθέσεως, τῆς δομῆς καὶ τῆς λειτουργικότητος τῆς γλώσσης, πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει ἀποδεικτικῶν στοιχείων, τὰ ὁποία προσκομίζουν εἰς τὴν ἔρευναν οἱ κατὰ τεκμήριον ἐξειδικευμένοι ἐρευνηταί.
Αἱ ἀπαρχαὶ τῆς συγκριτικῆς γλωσσολογίας-ἐτυμολογίας ἐρείδονται ἐπὶ ἀναμφισβητήτων τεκμηρίων, παρεχομένων τὸ πρῶτον ὑπό τοῦ Πλάτωνος εἰς τὸν διάλογόν του Κρατύλος ὅπου ἡ ἐτυμολογικὴ καὶ ἡ ἐννοιολογική-νοηματικὴ ἐκφορὰ τῶν λέξεων εἶναι ὄντως ἐντυπωσιακή. Χαρακτηριστικῶς λέγει ὁ Πλάτων:
«Ὃς ἂν τὰὀνόματα ἐπίστηται, ἐπίστασθαι καὶ τὰ πράγματα», δηλαδή, εἶναι εὐνόητον, λέγει ὁ Κρατύλος πρὸς τὸν Σωκράτην, ὅτι «ὅποιος γνωρίζει τὰ ὀνόματα, αὐτὸς γνωρίζει καὶ τὰ πράγματα» ,ἀπαντᾶ ὁ Σωκράτης, «ὡς ἐπειδάν τις εἰδῆ τὸ ὄνομα οἷόν ἐστιν – ἒστι δὲ οἷόνπερ τὸ πρᾶγμα – εἴσεται δὴ καὶ τὸ πρᾶγμα» (Κρατύλος, 435e), δηλαδή, ἡ γνῶσις τῆς οὐσίας τοῦ ὀνόματος ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀσφαλῆ γνῶσιν τοῦ πράγματος. Ἐπὶ τῆς πλατωνικῆς αὐτῆς ρήσεως ἀποφαίνεται καὶ ὁ γνωστὸς φιλόσοφος καὶ φυσικὸς ἐπιστήμων Werner Heisenberg ὅτι ἡ πλέον πλήρης καὶ ἀκριβής ἀντιστοιχία μεταξὺ τῆς λέξεως καὶ τοῦ νοηματικοῦ περιεχομένου της ἀπαντᾶται πρωτίστως εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν. Εἶναι κοινῶς ἀποδεκτὸν ὅτι ἡ κλασσικὴ λογικὴ ἀποδέχεται τὴν ἔννοιαν ὡς τὸ κύριον στοιχεῖον τῆς διανοήσεως, ἡ ὁποία διὰ τῆς ἀκριβοῦς λέξεως ἀποκαλύπτει τὴν αἰσθητὴν της πραγματικότητα.
Ἡ κριτικὴ τῆς νεωτέρας λογικῆς θεμελιοῦται ἐπὶ τοῦἀριστοτελισμοῦ καὶ ἀναφέρεται ὄχι τόσον εἰς τάς ἐννοίας ὅσον εἰς τοὺς τρόπους τῆς λογικῆς των συνδέσεως. Ὁ εἰρημένος Ἀκαδημαϊκὸς κ. Κουνάδης συμφωνεῖ μετὰ τοῦ Ἀκαδημαικοῦ Ε. Μουτσοπούλου, ὑποστηρίζοντος ὅτι ἡ γλωσσική ἐπάρκεια καί ἡ πληρότης εὑρίσκεται εἰς τόν πλοῦτον τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Ἡ ὁμιλία δίχως τὴν νόησιν, ἡ νόησις δίχως γλωσσικὴν πληρότητα, δὲν ὑφίστανται ἐν τοῖς πράγμασιν, ἀκριβῶς διότι ἀμφότεραι εἶναι ἐκφράσεις τοῦ ἰδίου καθολικοῦ λόγου, κυρίως χάρις εἰς τὸν ὁποῖον ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Ἐγὼ μετὰ τοῦ Ἐσὺ τοῦ Ἄλλου καὶ παρέχεται ἡ δυνατότης τοῦ ὀντολογικοῦ Εἶναι νὰ καταστῆ πλέον Εἶναι. Μέσω τῆς κοινωνίας τῶν συνειδήσεων ὁ ἔναρθρος λόγος ἐξαντικειμενίζει τὴν ἐσωτάτην νόησιν τοῦ ὑποκειμένου, διότι συλλαμβάνει, ἐπεξεργάζεται καὶ δομεῖ, ἐν συνεχείᾳ δὲ ἐκφράζει μέσω πρωτίστως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τὴν οἳαν ὀντολογικῶς εἶναι πραγματικότητα.
Ὑπὸ τὴν ἔποψιν αὐτὴν ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα συντελεῖ τά μάλιστα εἰς τὴν πλέον δυναμικὴν παρουσίαν τοῦ δημιουργικοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, καθ’ ὅσον τελείως μεταβάλλει τὸ μὴ εἶναι εἰσέτι εἰς τὸ ὀντολογικὣς εἶναι. Ἡ ἀπουσία τοῦ λόγου, ἀποκλειστικοῦ στοιχείου καὶἐπιτεύγματος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, θὰ εἶχε ὡς ἄμεσον ἀποτέλεσμα τὴν ἐκμηδένισιν τῆς δυνατότητος δηλώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ὀντολογικῆς ὑπάρξεως ἔτι δὲ καὶ αὐτὴ ἡ ἀντικειμενικὴ κοσμικὴ πραγματικότης θὰ παρέμενεν πέραν καὶ ἔξωθεν τῆς συνειδητοποίησεώς της ὑπὸ τῆς νοούσης ἀνθρωπίνης ὀντότητος.
Μὲ ἐξαιρετικὴν ἐπιμέλειαν ὁ Καθηγητής- Ἀκαδημαϊκὸς κ. Κουνάδης ἐπιμελῶς ἀναφέρει τὰ τελευταῖα πορίσματα μακρῶν ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν ὑπὸ Γλωσσολόγων καὶ Ἀρχαιολόγων προκειμένου νὰ ὑποστηρίξη δι’ ἐπιχειρημάτων τὴν ἐπιστημονικῶς ἀποδεκτὴν ἄποψιν περὶ τῆς αὐτοτελείας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, μηδεμίαν οὐσιαστικὴν σχέσιν ἐχούσης μετὰ τῶν γλωσσῶν τῆς Ἰνδοευρωπαϊκῆς οἰκογενείας. Ὠσαύτως ἐπικαλεῖται ἐν ἀντιστοιχίᾳ πρὸς τὴν καταγωγὴν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ ἐρεύνας σχετικάς μὲ τὴν γενετικὴν καταγωγὴν τῶν Ἑλλήνων καὶτ ῶν Ἑλληνίδων, διὰ τῶν ὁποίων κυριολεκτικῶς κονιορτοποιοῦνται ἕωλοι θεωρίαι, ὡς αὐτὴ αὓτη τοῦ γνωστοῦ πλαστογράφου Falmeryer καὶ τῶν σὺν αὐτῶ. Ἰδιαιτέρως ὁ κ. Καθηγητὴς μνημονεύει τὸν ἀνθρωπολόγον Ἄρην Πουλιανὸν καὶ τὸν Καθηγητὴν τῆς Γενετικῆς καὶ τῆς Μοριακῆς Βιολογίας ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Θεσσαλονίκης Κωνσταντῖνον Τριανταφυλλίδην.
Ἔτι περαιτέρω, πλειὰς Γλωσσολόγων, ἐν οἷς ὁ J. Mallory, ἀρκούντως πείθουν περὶ τῆς αὐτοτελείας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἀμέσως συνδεομένης μετὰ τῆς οὐσίας καὶ τῆςὑπάρξεως ἀνεξαρτήτως τῆς «ἑλληνικότητος» τῶν Ἑλλήνων. Κορυφαῖος Γενετιστής, ἰσχυρίζεται, ὁ Καθηγητὴς κ. Κουνάδης, εἰς τὸ Πανεπιστήμιον Harvard, ὁ Δρ Λαζαρίδης, ἀναμένει γενετικὰ εὐρήματα DNA διὰ τὴν τεκμηρίωσιν τῶν ὡς ἄνω ἐπιστημονικῶν εὑρημάτων περὶ τῆς ἐν γένει οὐσίας καὶ ὑποστάσεως τῶν Ἑλλήνων καὶ Ἑλληνίδων καὶ ἀσφαλῶς τῆς μοναδικῆς καὶ παντελῶς ἀνεπαναλήπτου ἑλληνικῆς γλώσσης.
Εἰς τὸν ἐπίλογον τῆς ἐξόχου ὁμιλίας τοῦ τ. Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Καθηγητοῦ κ. Α. Κουνάδη, τονίζεται ὅτι ὁ Πλάτων διὰ πρώτην φοράν ἔθεσε τάς βάσεις τῆς ἐτυμολογίας-ἑρμηνείας τοῦ περιεχομένου τῶν λέξεων καὶ ὣρισεν τὴν ἄμεσον σχέσιν μεταξὺ τῆς λέξεως καὶ τῆς δι’ αὐτῆς ἐκφερομένης σημασίας της. Ἐπιφανεῖς Γλωσσολόγοι, Γενετισταὶ καὶ Ἐθνολόγοι ὑποστηρίζουν τὴν ἀκατάλυτον γενετικὴν καὶ γλωσσικὴν συνέχειαν τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶνἙλληνίδων. Ἡ ἀβεβαιότης καὶ ὁ προβληματισμὸς περὶ τῆς «θεωρίας τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς φυλῆς» ἐπεκτείνεται δι’ ἐπιχειρημάτων καὶ ἐπὶ τῆς καινοφανοῦς θεωρίας τῆς «ἰνδοευρωπαϊκῆς γλωσσικῆς ταυτότητος».
Εἰς τὸν ἑλληνικόν-ἑλλαδικὸν χῶρον ἐνεφανίσθη τὸ πρῶτο σύστημα γραφῆς, ὅπως μαρτυρεῖται ὑπὸ τῶν εἰδικῶν πρὸς τοῦτο ἐπιστημόνων ἐρευνητῶν. Ἑπομένως, ἡ θεωρία περὶἐξαρτήσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ἀπὸ τὸ λεγόμενον «φοινικικόν» ἀλφάβητον δὲν εὐσταθεῖ πλέον, ἡ δὲ ἐμμονὴ τινῶν φιλολόγων ἐπ’ αὐτοῦ εἶναι παντελῶς ἀντιεπιστημονική.
Εἶναι ἀξία ἐπιστημονικοῦ ἐπαίνου ἡ ὅλη ἔρευνα τοῦ Καθηγητοῦ κ. Κουνάδη, ὁ ὁποῖος μάλιστα τονίζει τὴν ἀνάγκην τῆς περαιτέρω ἐπιστημονικῆς προσπαθείας, δεδομένου ὅτι ἡ πλουσιωτάτη καὶ πολύμορφος ἑλληνικὴ γλῶσσα συνεχῶς προκαλεῖ τὴν ἐπιστημονικὴν περιέργειαν τῶν ἐρευνητῶν, τῶν γλωσσολόγων, τῶν ἱστορικῶν, τῶν ἀρχαιολόγων καὶ δὴ καί τῶν φιλοσοφούντων, γνωστοῦ ὄντος ὅτι τὸ «φιλοσοφεῖν» τὸ πρῶτον ἐθεμελιώθη ἐπὶ τῶν δομῶν καὶ τῶν ἐννοιῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης.
Ἡ γνωστὴ παράθεσις τοῦ Ἀριστοτέλους ὅτι τὸ «ἑλληνίζειν … καὶ ὀλίγα καὶ ἐν ὀρθῶς ὀνομάζειν», ἀπηχεῖ τὴν πολυπλοκότητα καὶ τήν ἀκριβολογίαν, ὑπὸ συντακτικάς, γραμματικάς, ἐννοιολογικάς προϋποθέσεις, τὴν ὁποίαν ἐπικαλεῖται ὁ Ἀκαδημαϊκὸς κ. Κουνάδης, πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν ἐπιχειρημάτων του, ὅπως λίαν προσφυῶς ἐπισημαίνει ὁ φιλοσοφῶν ἐρευνητὴς τοῦ Πλάτωνος A.E. Taylor περὶ τῆς ἐκπληκτικῆς ἀντιστοιχίας μεταξὺ τῶν λέξεων καὶ τῶν νοημάτων τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης.
*«Ἡ Καταγωγὴ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης». Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα ὑπὸ τοῦ τότε Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν κ. Α. Κουνάδη κατὰ τὴν Τελετὴν παραδόσεως τοῦ Ἀνωτάτου Ἱδρύματος τῆς χώρας μας εἰς τὸν Ἀντιπρόεδρον αὐτῆς Καθηγητὴν κ. Στέφανον Ἤμελλον, τὴν 18/1/2019.
Βιβλιογραφία κατ’ ἐκλογήν
S.R.L.K. Clark, Aristotle’s Man. Speculations upon Aristotelian Anthropology, Oxford University 1983.
I. During, Ὁ Ἀριστοτέλης, Παρουσίαση καὶ Ἑρμηνεία τῆς Σκέψης του, τόμ. Ι, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθῆναι 1991.
Ε. Μουτσοπούλου, Φιλοσοφικοὶ Προβληματισμοί, Τόμ. Γ, Βιώματα καὶἘνεργήματα, Ἀθῆναι, 1984.
Κ. Γ. Νιάρχου, Γλῶσσα καὶ Ὑπερβατικὴ Πραγματικότης στὴν Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Διανόηση, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθῆναι 1984.
Κ. Γ. Νιάρχου, «Ἡ Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλῶσσα ὡς θεμέλιον του Φιλοσοφεῖν», ἐν πρακτικά συνεδρίου «Ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα Χθές, Σήμερα, Αὔριο», ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθῆναι, 2015.
W.V.O. Quine, World and Object, Cambridge, Mass, 1960, passim.
B. Russel, Human Knowledge, its Scope and Limits, London, 1948.
H. Stuart-Jones, Liddell –Scott, Greek-English Lexicon, I-IV, Oxford University Press, 1973.
A.E. Taylor, Πλάτων- Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ Ἔργο του, «Κρατύλος-Εὐθύδημος», ἐκδ. Μ.Ι.ΕΤ., Ἀθῆναι, 1990.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα