Μάρκος Βαμβακάρης: "Τι πάθος ατελείωτο"
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας*
Φωτό: Wikipedia
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 τα πράγματα στο λαϊκό τραγούδι είχαν αρχίσει ν’ αλλάζουν. Νέοι τραγουδιστές, μουσικοί και συνθέτες είχαν εμφανιστεί στο μουσικό στερέωμα. Οι εταιρείες δίσκων, θέλοντας όχι μόνο να έχουν γνώμη πάνω στο τραγούδι αλλά να το πατρονάρουν κιόλας θα λέγαμε, αγκάλιασαν τους νέους καλλιτέχνες, ενώ τους παλιούς, όσους μπορούσαν, τους παραγκώνισαν, έως ότου τους πέταξαν έξω τελείως απ’ τη δισκογραφία. Στράτος Παγιουμτζής, Απόστολος Χατζηχρήστος, Μπαγιαντέρας, Στέλιος Κερομύτης, κ.α. ήταν εκτός. Είχαν παραμερίσει ακόμα και τον «πατριάρχη» του λαϊκού μας τραγουδιού τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Φυσικά δεν θέλουμε να πούμε με αυτό ότι οι νέοι δεν ήταν καλοί ή δεν πρέπει να υπάρχει ανανέωση έτσι ώστε να μπορεί και το τραγούδι να προχωρά και να αλλάζει ακόμα. Όλες οι δουλειές χρειάζονται αυτό που λέμε «νέο αίμα».
Το καλό σ’ αυτή την υπόθεση ήταν πως οι καινούργιοι μουσικοί και συνθέτες ήταν μαθητές των παλιών δοκιμασμένων ανθρώπων του τραγουδιού και πατούσαν με σεβασμό κι ευλάβεια πάνω στα χνάρια τους.
Τώρα, αρκετοί απ’ τους παλιούς, (οι πιο τυχεροί θα λέγαμε), έπαιζαν όταν μπορούσαν σε κάποια συνοικιακά μαγαζάκια για ένα μικρό μεροκάματο, άλλοι έκαναν περιοδείες στην επαρχία, ενώ άλλοι έπαιζαν σε διάφορα ταβερνάκια μόνοι βγάζοντας στο τέλος τη γνωστή «σφουγγάρα». Πιατάκι δηλαδή και… «ότι προαιρείσθε».
Σ’ αυτήν την τελευταία κατηγορία ανήκε μετά το ‘55-‘56 κι ο μεγάλος τιμονιέρης του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης.
Εκεί στις ταβέρνες, στον Άγιο Γιάννη το Ρέντη, ή στην παλιά Κοκκινιά πήγαινε ο Μάρκος τα βράδια μαζί με το γιο του Στέλιο που ήταν μικρό παιδάκι τότε, κι έπαιζε τα τραγούδια του. Πότε λίγα πότε περισσότερα έβγαινε κάτι ώστε να μπορέσουν ν΄αγοράσουν δυό πράγματα και να πάνε στο σπίτι.
Η εποχή αυτή ήταν δύσκολη, η φτώχεια μεγάλη, συν το γεγονός ότι ο Βαμβακάρης ήταν άρρωστος με άσθμα και παραμορφωτική αθρίτιδα.
Ένα βράδυ λοιπόν κι ενώ ο Μάρκος «λειτουργούσε» παίζοντας το μπουζουκάκι του, κάποιοι «φιογκάτοι», σύμφωνα με διήγηση του γιού του Στέλιου, που ήταν στο ταβερνάκι ως πελάτες, χωρίς να γνωρίζουν ποιόν είχαν απέναντί τους γυρίζουν προς το μέρος του και του λένε: «Ρε φίλε σταμάτα να παίζεις και να τραγουδάς να βάλουμε στο τζουκ-μποξ καμμιά πλάκα.
Ο μαγαζάτορας πήγε κοντά του και του ‘πε: Μάρκο, δεν θα παίξεις. Έχει άλλο κόσμο απόψε.
Το τζουκ-μποξ πράγματι πήρε μπροστά, ο Μάρκος σταμάτησε, και παίρνοντας το μικρό Στέλιο κίνησαν για το σπίτι.
Η στενοχώρια του ήταν απερίγραπτη.
Εμένα, εμένα το Μάρκο που έγραψα τόσα τραγούδια; Που έβγαλα τόσους τραγουδιστές. Έλεγε με πόνο.
Επίσης τον βάραινε κι η στενοχώρια που απόψε δεν βγήκε ο επιούσιος.
Μες στην απελπισιά του λοιπόν έπιασε το μολύβι του και πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα αποτύπωσε με τη μία όλο το νταλκά που ‘κρυβε στα στήθια:
«Τι πάθος ατελείωτο
που είναι το δικό μου
όλοι να θέλουν τη ζωή
κι εγώ το θάνατό μου
Απελπίστηκα μανούλα μου να υποφέρω
κουράστηκα μες στη ζωή το χάρο να γυρεύω
Όσο είναι η νύχτα σκοτεινή
έτσι είναι κι η καρδιά μου
και σαν τη σιγαλή βροχή
πέφτουν τα δάκρυά μου
Θα πα’ να έβρω μια σπηλιά
με πέτρες και με χώμα
κι εκεί θ’ αφήσω κόκκαλα
ψυχή ζωή και σώμα»
Ο Μάρκος όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κι εκεί κατά το χάραμα τελειοποίησε μεταμορφώνοντας με μεγάλη μαεστρία τα συγκεκριμένα στιχάκια σ’ ένα πανέμορφο ζεμπεκάκι. Το τραγούδησε στο δίσκο ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με την καθάρια του φωνή στα 1959-60. Η επιτυχία τεράστια.
Ήταν τότε που με παρέμβαση του Τσιτσάνη στην εταιρεία, ο Μάρκος ξαναμπήκε στη δισκογραφία όπου πέρασε πολλά παλιά του τραγούδια με τη φωνή του Μπιθικώτση και την δικιά του, αλλά και καινούργια, (αριστουργήματα όλα), όπως το «Τι πάθος ατελείωτο», «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν» κ.α.
Video από SyraRempetiko
Λέγεται μάλιστα πως με τα χρήματα που κέρδισε τότε, στη δεύτερη καριέρα του απ’ το ’60 έως το ’69, κατάφερε κι έφτιαξε τα δόντια του.
Στα 1972 ξεκίνησε το ταξίδι του για τη γειτονιά των αγγέλων πηγαίνοντας να σμίξει με τον επιστήθιο φίλο του, τον Στράτο Παγιουμτζή, ο οποίος είχε αφήσει τούτο το μάταιο κόσμο στην Αμέρικα, πάνω στο πάλκο, 3 μήνες νωρίτερα απ’ αυτόν.
"Περίμενε με φίλε μου". Του ‘χε πει στην κηδεία του. "Περίμενε με. Έρχομαι". Πράγματι, 53 μέρες αργότερα, στις 8 Φλεβάρη του 1972, έφυγε κι αυτός σε ηλικία 68 ετών.
*Βαγγέλης Ρέτσας Μουσικός - 25 Δεκέμβρη 2023
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα