Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) - Ρεμπέτικο Πορτρέτο Νο 3
Γράφει ο Βαγγέλης Ρέτσας*
Φωτό: YouTube/PAMPOSCY
Ο Δημήτρης Γκόγκος ήρθε στον κόσμο στις 28 Φεβρουαρίου του 1903 στο Χατζηκυριάκειο στον Πειραιά. Ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας που την αποτελούσαν εκτός του πατέρα και της μητέρας 22 παιδιά συνολικά. Ο πατέρας καταγόταν απ’ τον Πόρο κι ήταν μόνιμος υπαξιωματικός του λιμενικού. Η καταγωγή της μάνας του ήταν απ’ την Ύδρα.
Ο Μπαγιαντέρας λοιπόν, ένας μικρόσωμος άνθρωπος, («τρισπιθαμίτης» όπως αποκαλούσε τον εαυτό του), αλλά γεροδεμένος και κυρίως άτομο που δεν το ‘βαζε κάτω απέναντι σε τίποτα και κανέναν, θεωρείτο για τα δεδομένα της εποχής του γραμματιζούμενος, μια κι είχε τελειώσει το τετρατάξιο όπως ήταν τότε το γυμνάσιο, αλλά επίσης ήταν και πτυχιούχος ηλεκτρολόγος.
Video από ΧΡΗΣΤΟΣ 5070
Αυτό όμως που τον κέρδισε ήταν η μουσική και το μπουζούκι. Αρχικά παίζει μαντολίνο και βιολί, αλλά στην συνέχεια καταπιάνεται με το μπουζούκι και την κιθάρα. Σε μικρό χρονικό διάστημα γίνεται καλός παίχτης και των δύο οργάνων και καταλήγει στο να ασχοληθεί αποκλειστικά με το μπουζούκι.
Στα 1925, όντας 22 ετών, διασκευάζει και παίζει στο μπουζούκι του τα τραγούδια μιάς οπερέτας του Έμεριχ Κάλμαν με τίτλο «Μπαγιαντέρα». Έκτοτε, του κόλλησαν το συγκεκριμένο παρατσούκλι το οποίο τον ακολούθησε σ’ ολόκληρο το βίο του.
Video από Modestos
Προπολεμικά ακόμα, γράφει τραγούδια, και λίγο μετά τον Βαμβακάρη τα περνά κι αυτός στους δίσκους.
Οι μελωδίες του γλυκιές, γεμάτες νοσταλγία και νταλκά, θα τολμούσαμε να πούμε πως τον κατατάσσουν στους κανταδόρους συνθέτες του ρεμπέτικου αν και έγραψε και βαριά ζεϊμπέκικα, αλλά και πατριωτικά τραγούδια κατά την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου. Επίσης να πούμε πως έγραψε τραγούδια που αναφέρονται στην εργατιά αλλά και τραγούδια που υμνούν την εθνική αντίσταση και συγκεκριμένα το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Μολονότι στη δεκαετία του ’30 σουλατσάριζε στα πιο κακόφημα στέκια του Πειραιά και μάλιστα είχε αποχτήσει τη φήμη του νταή, λίγο πριν τον πόλεμο οργανώνεται στο Κ.Κ.Ε. και γίνεται επαναστάτης.
Video από Manolis Vlaxakis
Πολεμάει στο Αλβανικό μέτωπο, ενώ στην κατοχή, (όπως όλοι), παίζει όπου βρει για να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογένειας. Εχει παντρευτεί την Δέσποινα Αραμπατζόγλου μικρασιατικής καταγωγής κι έχουν αποχτήσει δυό κόρες κι ένα γιο.
Video από Afthentikos42
Ξαφνικά κι ενώ παίζει στο πάλκο, τυφλώνεται από ένα εξελισσόμενο καλπάζον γλαύκωμα, μια σπάνια περίπτωση που του τυχαίνει σε μια τόσο δύσκολη εποχή, αυτήν της γερμανικής κατοχής.
Ωστόσο, ο Μήτσος όντας πραγματικό παλικάρι, δεν το βάζει κάτω. Και παρόλο που δεν τον παίρνουν στις ορχήστρες πια, λόγω της τύφλωσης, βγαίνει στο δρόμο, στην αγορά, αλλά και στα φτωχοταβερνάκια, εκεί που συχνάζει η εργατιά και παίζει μονάχος. Έχοντας για μάτια τις μικρούλες κόρες του δουλεύει ασταμάτητα παρά τις αντίξοες συνθήκες. Παίζει και τραγουδά βγάζοντας «σφουγγάρα» και καταφέρνει έτσι να επιζήσει σε μια περίοδο που το κάρο του δήμου περιδιαβαίνοντας στους δρόμους της πόλης μάζευε σωρηδόν τα τουμπανιαμένα λόγω ασιτίας πτώματα.
Έχει αξία να αναφέρουμε πως όταν η μικρή του κόρη, αρχές της δεκαετίας του ‘60 παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Καναδά, ο Μπαγιαντέρας λυπήθηκε πολύ για αυτόν τον αποχωρισμό μια και η κόρη του στα δύσκολα χρόνια της κατοχής αποτελούσε τα μάτια του, αφού εκείνος όπως προείπαμε είχε χάσει το φως του. Για αυτόν τον αποχωρισμό θα γράψει ένα πολύ όμορφο τραγούδι με τίτλο «Ζωγραφιά» που έμεινε αρκετά χρόνια στο συρτάρι του ανέκδοτο. Στα 1995 όμως ο Μανώλης Λιδάκης το συμπεριέλαβε σ’ ένα δίσκο μαζί με άλλα τρία τραγουδια.
Παραθέτω τους στίχους :
«Είναι μακριά, πολύ μακριά η κόρη π’ αγαπάω
Γι’ αυτό γυρνώ κάθε βραδιά πονώ και ξαγρυπνάω
Που ‘ναι μακριά, πολύ μακριά αχ η αγαπημένη
Μα πάντα μέσα στην καρδιά η ζωγραφιά της μένει.
Δυό ήλιοι ήταν τα μάτια της μες στη ζωή για μένα
Και τα δικά μου βρίσκονται για ‘κείνη δακρυσμένα.
Μα είναι μακριά, πολύ μακριά αχ η αγαπημένη
Μα πάντα μέσα στην καρδιά η ζωγραφιά της μένει.
Κάποια αυγή μου έφυγε με ένα αεροπλάνο
Και τσάκισε και γκρέμισε το όνειρο το πλάνο
Είναι μακριά πολύ μακριά αχ η αγαπημένη
Μα πάντα μέσα στην καρδιά η ζωγραφιά της μένει».
Video από Μανώλης Λιδάκης - Θέμα
Ας γυρίσουμε όμως λίγο το χρόνο στην δεκαετία του ’30, πριν τον πόλεμο. Να πούμε λοιπόν, ότι ο Μήτσος ανεβαίνει στο πάλκο το 1935 και παίζει σχεδόν με όλους τους ρεμπέτες μέχρι το 1941 που χάνει το φως του.
Έπαιξε με τον Μάρκο, τον Κερομύτη, τον Μπάτη, τον Ανέστο Δελιά, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Στελλάκη, τον Παπαϊωάννου, τον Χατζηχρήστο, τον Γενίτσαρη, τον Χιώτη κ.α.
Τον Χιώτη μάλιστα, νεαρό παιδί τότε, τον παίρνει μαζί του και παίζουν στους δίσκους τα τραγούδια του πρίμο-σιγόντο.
Ο μικρός Μανώλης, δεξιοτέχνης από πολύ μικρός, δίνει μιαν άλλη διάσταση στις συνθέσεις του Μπαγιαντέρα απογειώνοντας τες. Ανεπανάληπτα θα μείνουν στην ιστορία κάποια απ’ τα ταξίμια του Χιώτη στην αρχή των τραγουδιών του μπαγιαντέρα, που να σημειώσουμε εδώ, παίζει ακόμα με τρίχορδο μπουζούκι. Επίσης, να αναφέρουμε πως ο Μπαγιαντέρας είχε και πολύ γλυκειά φωνή, όπως και ο Χιώτης, με αποτέλεσμα οι διφωνίες τους να αφήσουν εποχή.
Να πούμε όμως, πως σε κάποια κομμάτια πασκίζει να μιμηθεί την φωνή του Παγιουμτζή, που βεβαίως θεωρείτο τότε σημείο αναφοράς για όλους ανεξαιρέτως.
Κατά την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας, υπηρετώντας στο ναυτικό, υποπίπτει σε ένα νεανικό παράπτωμα, (να το πούμε έτσι), που του κοστίζει 5 χρόνια και 2 μήνες φυλακή. Συγκεκριμένα, λόγω των γνωριμιών που απέχτησε στο ναυτικό, κατάφερνε κρυφά να βγάζει έξω εκρηκτικές ύλες πουλώντας τες σε ψαράδες. Μια, δυό τον βούτηξαν και ο Μήτσος βρέθηκε πίσω απ’ τα κάγκελα.
Το πρώτο του τραγούδι έχει τίτλο «Οι καπνουλούδες» εμπνευσμένο απ’ την μετέπειτα σύζυγό του Δέσποινα Αραμπατζόγλου που πριν το γάμο τους δούλευε ως καπνεργάτρια.
Video από pankonstantopoulos: Το άπαν ρεμπέτικο
Στα 1940 γράφει το εκπληκτικό σέρβικο με τίτλο «Χατζηκυριάκειο». Τραγουδούν οι καλύτεροι τραγουδιστές της εποχής. Στράτος Παγιουμτζής και Στελλάκης Περπινιάδης. Αφηγείται ο ίδιος, πως όταν πήγαν να γραμμοφωνήσουν το συγκεκριμένο κομμάτι, του είπαν απ’ την εταιρεία: «Μήτσο, το τραγούδι αυτό είναι πολύ σπουδαίο, θα κάνει πάταγο. Γι’ αυτό άσε καλύτερα να παίξουν μπουζούκια ο Τσιτσάνης με το Μανωλάκη.
Εγώ, λέει ο Μπαγιαντέρας, δεν ήμουν εγωιστής και δέχτηκα με χαρά να παίξουν τα παιδιά μια και ο Τσιτσάνης ήταν τότε ξακουστός για το παίξιμό του, όπως κι ο Χιώτης βέβαια».
Video από PAMPOSCY
Έτσι, πράγματι στο δίσκο παίζει πρώτο μπουζούκι ο Βλάχος και δεύτερο ο Μανώλης.
Αλήθεια πόσα όμορφα τραγούδια μας άφησε παρακαταθήκη ο Μπαγιαντέρας τα οποία ακούγονται ακόμη και προφανώς θα ακούγονται στους αιώνες των αιώνων;
Περίπου στα 130 συνολικά, όπου απ’ αυτά 75 με 80 γνωστά και τα υπόλοιπα ανέκδοτα.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; «Χατζηκυριάκειο», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου», «Για μια Κουτσουκαριώτισσα», «Μέσα στις ζωής τα μονοπάτια», «Ξαβεριώτισσα», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μάτια γλυκά και Γαλανά», «Έλα να μπερμπαντέψεις», «Ξεκινά μια ψαροπούλα», «Τους κενταύρους δεν φοβάμαι», «Ψηλά στης Πίνδου τα βουνά», «Για κάποια στα Υδρέικα», «Το μαναβάκι», «Όμορφη Σμυρνιά», «Για μια μικρή καμωματού» και πολλά άλλα.
Αξίζει τον κόπο, αγαπητοί φίλοι, να ακούσετε όλα αυτά τα αριστουργήματα, στις πρώτες τους εκτελέσεις πάντα, και θα αντιληφθείτε πως πράγματι πρόκειται για διαμάντια που κοσμούν επάξια το λαϊκό μας τραγούδι.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε πως ο μπάρμπα-Μήτσος πεθαίνει στις 18 Νοεμβρίου 1985 σε ηλικία 82 ετών.
Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε απομονωμένος στο φτωχικό του, στον Άγιο Ιερόθεο στο Περιστέρι, μαζί με την σύζυγό του Δέσποινα.
Ο Μπαγιαντέρας, ακολούθησε κι αυτός τη μοίρα των κοινών θνητών και μετακόμισε στην γειτονιά των αγγέλων ν’ ανταμώσει με τους παλιούς φίλους και συναδέλφους του, που ποιός ξέρει, ίσως κι εκεί γεννούν νέες μελωδίες, νέκταρ και μπάλσαμο σαν τις παλιές, για τις καρδιές του απλού κόσμου.
*Βαγγέλης Ρέτσας, Μουσικός - Γενάρης του 2024.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα