Πάμπλο Νερούδα (1904 - 1973): Ο ποιητής και διπλωμάτης
Πάμπλο Νερούδα
Ποιητής, διπλωμάτης (1904-1973)
«Αν άγγιζες μονάχα την καρδιά μου, αν ακουμπούσες το στόμα σου πάνω στην καρδιά μου, το λεπτοκαμωμένο στόμα σου, τα δόντια σου, αν ακουμπούσες τη γλώσσα σου σαν ένα βέλος πορφυρό εκεί που η σκονισμένη καρδιά μου χτυπάει, αν φύσαγες μες στην καρδιά μου, κοντά στη θάλασσα, θρηνώντας, θ’ αντιλαλούσε μ’ ένα θόρυβο σκοτεινό, μ’ έναν ήχο από τροχούς υπνωμένου τρένου, ωσάν νερό τρεμουλιαστό, ωσάν φθινόπωρο σε φύλλα…».
Ο Πάμπλο Νερούδα, ψευδώνυμο του Νεφταλί Ρικάρντο Ρέγιες Μπασοάλτο, γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου του 1904, στην πόλη Παράλ της Χιλής. ήταν γιος ενός σιδηροδρομικού υπαλλήλου και μιας δασκάλας. Η μητέρα του Ρόζα πέθανε από φυματίωση έναν περίπου μήνα μετά την πρόωρη γέννηση του μικρού Νεφταλί και έτσι, δύο χρόνια μετά, ο πατέρας του Χοζέ αποφάσισε να μετακομίσουν στο Τεμούκο, μια μικρή πόλη στον Νότο της Χιλής, όπου ξαναπαντρεύτηκε την Τρινιντάντ, τον «φύλακα άγγελο της παιδικής μου ηλικίας», σύμφωνα με τον ίδιο τον Νερούδα.
Ο κατά γενική ομολογία σημαντικότερος ποιητής του 20ού στη Λατινική Αμερική αιώνα ξεκίνησε να γράφει ποίηση σε ηλικία 10 ετών. Ο πατέρας του αδιαφορούσε πλήρως για τις λογοτεχνικές ανησυχίες του και προσπάθησε μάλιστα επανειλημμένα, και με διάφορους τρόπους, να τον αποθαρρύνει. Ισως αυτός ήταν και ο λόγος που ο νεαρός ποιητής άρχισε να υπογράφει, και αργότερα να εκδίδει, τα πονήματά του με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα, το οποίο υιοθέτησε και ως πραγματικό του όνομα το 1946. Ο ψηλός, ντροπαλός στις συναναστροφές του και εσωστρεφής Πάμπλο πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στο Τεμούκο καταβροχθίζοντας αναρίθμητα βιβλία και γράφοντας ποιήματα, τα οποία δημοσίευε σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά, με την έντονη ενθάρρυνση της διευθύντριας του σχολείου θηλέων και μετέπειτα κάτοχο του Νομπέλ Λογοτεχνίας Γκαμπριέλα Μιστράλ.
Το 1921 μετακομίζει στην πρωτεύουσα Σαντιάγκο για να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, παρ’ όλα τα προβλήματα που του δημιουργεί η οικονομική ανέχεια και η μοναξιά του επαρχιώτη, καταφέρνει να εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, την Crepusculario το 1923 και την Veinte poemas de amor y una cancione desesperada το 1924, με την οποία μάλιστα γνωρίζει μια αναπάντεχη εμπορική επιτυχία.
Συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει συλλογές, οι πωλήσεις των οποίων όμως δεν αρκούν τελικά για να τον συντηρούν. Ετσι προσπαθεί και καταφέρνει να επιτύχει τον διορισμό του στο Διπλωματικό Σώμα. Από το 1927 ως το 1935 υπηρέτησε τη χώρα του ως πρόξενος στη Βιρμανία, στην Κεϋλάνη, στην Ιάβα, στη Σινγκαπούρη, στο Μπουένος Αϊρες, στη Βαρκελώνη και στη Μαδρίτη.
Οι εμπειρίες του από τις εξαθλιωμένες ανθρώπινες μάζες στις χώρες της Ασίας που υπηρέτησε, τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα αλλά κυρίως η φιλία του με τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία τον οδήγησαν ακόμη πιο κοντά στον κομμουνισμό. Τα έργα του άρχισαν να γίνονται πιο πολιτικοποιημένα, με αποκορύφωμα το θρυλικό Canto general, ένα επικό ποίημα όπου αποτυπώνονται με τον πλέον αντιπροσωπευτικό τρόπο οι μαρξιστικές του αντιλήψεις. Για τους πολιτικούς του αγώνες και την ιδεολογία του θα διωχθεί επανειλημμένα και θα ζήσει στην εξορία από το 1948 ως το 1952. Μετά το τέλος της δικτατορίας του Βιντέλα επιστρέφει στη Χιλή, διάσημος πια και πλούσιος, καθώς τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Γράφει ασταμάτητα, παράλληλα με την πολιτική του δράση. Είκοσι οκτώ βιβλία του θα τυπωθούν από το 1958 ως και το 1974, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του. Αρρωστος από καρκίνο πηγαίνει το 1971 στη Στοκχόλμη να παραλάβει το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και επιστρέφει, παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του, για να βοηθήσει στην προεκλογική εκστρατεία του φίλου Σαλβαντόρ Αλιέντε. Πεθαίνει στις 24 Δεκεμβρίου του 1973, λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του φίλου του από τη στρατιωτική χούντα που τον ανέτρεψε.
Για το έργο του είναι καλύτερα να μιλήσει ο ίδιος: «Εχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Οσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι’ αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ισως απ’ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές “Ποιητικές Πραμάτειες” που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».
ΤΟ ΒΗΜΑ
ΘΥΜΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ | Κυριακή 23 Ιουνίου 2002
Κατ' αρχάς, θα ήθελα να εκφράσω τα ειλικρινή συγχαρητήριά μου και στον συγγραφέα του κ. Θύμιο Βούλγαρη, και στην φίλη μου κ. Χριστιάννα Λούπα, που το ανάρτησε.
Ο Pablo Neruda ήταν και θα είναι, για πάντα, ένας από τους πιο αγαπημένους μου ποιητές. Θυμάμαι τα ρίγη της συγκίνησης που διαπερνούσαν το σώμα και την ψυχή μου, όταν -φοιτήτρια ακόμη- πρωτοδιάβαζα τα ποιήματα του ξεχωριστού αυτού ποιητή. Την ίδια συγκίνηση νιώθω και τώρα, κάθε φορά που διαβάζω στίχους του.
Ελάχιστοι ποιητές έχουν εκφράσει την Ανθρωπιά, την Αγάπη, τον Έρωτα, τη Συγκίνηση, τον Πόνο, τη Νοσταλγία και -γενικότερα- την ίδια τη ΖΩΗ, με το πάθος που τα εξέφρασε ο Νeruda. Πάντοτε, όταν αντέγραφα στίχους του στα σημειωματάριά μου, τους έγραφα με κόκκινο στυλό, πάντοτε και μόνο με κόκκινο έντονο χρώμα. Το χρώμα της φλόγας, της φωτιάς, της πυρκαγιάς, του πόθου και του πάθους...
Ομολογώ πως από τους νεοέλληνες ποιητές, εκείνος που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μου θυμίζει τον Νeruda, είναι ο Τάσος Λειβαδίτης. Πέρα από κάποια κοινά στοιχεία έκφρασης -στον ποιητικό τους λόγο-, ανακαλύπτω, κοιτάζοντας κάποιες φωτογραφίες τους, πως στα μάτια τους λάμπει άσβεστη η ίδια φλόγα...
Φιλικά, Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα