Η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ το 1944 - του Πέτρου Μάρκαρη
Εναν µήνα µετά την απόβαση των Συµµάχων στη Νορµανδία, µια οµάδα ανώτερων γερµανών αξιωµατικών τοποθέτησαν βόµβα στο αρχηγείο του Χίτλερ, στο Ράστενµπουργκ. Από καιρό απογοητευµένοι από το ναζιστικό καθεστώς, ο κόµης Μπέρτολτ φον Στάουφενµπεργκ και οι συνεργάτες του πίστευαν ότι έπρεπε να δολοφονηθεί ο Φύρερ, για να εγκαθιδρυθεί µια νέα κυβέρνηση που θα διαπραγµατευόταν την ειρήνη µε τους Συµµάχους. Η βόµβα έσκασε (20/7/1944) αλλά ο Χίτλερ διασώθηκε και ο Στάουφενµπεργκ, που βρισκόταν καθ οδόν προς το Βερολίνο για να αναλάβει την αρχηγία, συνελήφθη µαζί µε καµιά διακοσαριά συνωµότες.
Οι πρωτεργάτες και πλήθος άλλων διαφωνούντων εκτελέστηκαν, κρεµάστηκαν ή στραγγαλίστηκαν. Παρά το ότι το Ράιχ ψυχορραγούσε, η αγριότητα στα αντίποινα ήταν πρωτοφανής. Ακόµα και ο στρατάρχης Ρόµελ ενοχοποιήθηκε και εξαναγκάστηκε να αυτοκτονήσει. Ο Πέτρος Μάρκαρης ζωντανεύει το γεγονός µέσα από τα µάτια ενός µέσου Γερµανού, φωτίζοντας και την ψυχολογία της κοινής γνώµης, τις ενστικτώδεις αντιδράσεις της και τη µεταστροφή της.
Το βράδυ της 20ής Ιουλίου 1944, στις έξι και µισή, το ζεύγος Κρουλ κάθησε στο τραπέζι για ένα λιτό δείπνο. Τα είδη διατροφής σπάνιζαν όλο και περισσότερο, και η Αγνή Κρουλ είχε κάθε µέρα και µεγαλύτερα προβλήµατα για να εξασφαλίσει κάτι διαφορετικό από σούπα και πατάτες. Αυτή η διατροφική πενία µαζί µε τους συνεχείς βοµβαρδισµούς ήταν οι µόνες ενδείξεις ότι ο πόλεµος είχε «στραβώσει». Κατά τα άλλα, το ραδιόφωνο έπαιζε συνεχώς ευχάριστη µουσική, όπως απόψε. Είχαν, µάλιστα, αναγγείλει ότι θα ακολουθούσε µια εκποµπή για την εξολόθρευση των ποντικιών.
«Επιτέλους, κάτι έπρεπε να κάνουν», σχολίασε η κυρία Κρουλ. «Τα ποντίκια έχουν κάνει κατάληψη στο Βερολίνο και αν περιµένουµε σωτηρία από τις φάκες, θα µας φάνε όλους».
Οι ελπίδες της κυρίας Κρουλ διαψεύστηκαν και η εκποµπή δεν µεταδόθηκε ποτέ. Αντίθετα, η µουσική διακόπηκε απότοµα και ακούστηκε η ταραγµένη φωνή του εκφωνητή.
«Πριν από λίγο έγινε µια απόπειρα δολοφονίας µε εκρηκτικά εναντίον του Φύρερ. Ο Φύρερ δεν υπέστη σοβαρά τραύµατα, εκτός από µερικές αµυχές. Συνέχισε κανονικά την εργασία του και λίγο αργότερα συναντήθηκε µε τον Ντούτσε. Τραυµατίστηκαν εντούτοις δώδεκα από τους στρατιωτικούς συµβούλους του, κάποιοι εκ των οποίων σοβαρά».
Η Αγνή και ο Χανς Κρουλ κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. «Λες να τον σκότωσαν και να το κρατάνε µυστικό;», ρώτησε η κυρία Κρουλ.
«Ας ελπίσουµε πως λένε κατ εξαίρεση την αλήθεια».
«Γιατί ας ελπίσουµε; Τόσο πολύ ανησυχείς για τη ζωή του Χίτλερ;».
«Αγνή, ρίξε µια µατιά γύρω σου», της είπε ο Χανς, µε το διδακτικό ύφος που έπαιρνε όταν µιλούσε στη γυναίκα του που ήταν δεκαπέντε χρόνια νεώτερή του. «Με όλον τον υπόλοιπο κόσµο εναντίον µας, µε τις συνθήκες της ζωής µας να γίνονται κάθε µέρα και πιο αφόρητες, µε τους βοµβαρδισµούς που µας στέλνουν κάθε τόσο στα καταφύγια, χρειαζόµαστε ένα στιβαρό χέρι για να κρατήσει τη χώρα. Και ο Χίτλερ εξακολουθεί να είναι το µόνο στιβαρό χέρι που διαθέτουµε. Μην ξεχνάς ότι έχουµε και έναν γιο στο µέτωπο».
«Αυτόν σκέφτοµαι και λέω µήπως αν φύγει ο Χίτλερ θα µπορέσουµε να φτάσουµε σε µια έντιµη ειρήνη».
«Μετά την απόβαση των Αγγλοαµερικανών στη Νορµανδία δεν µπορεί να υπάρξει έντιµη ειρήνη. Αυτοί θα µας επιβάλουν τους όρους τους και εµείς θα βάλουµε την υπογραφή µας. Τι θέλεις δηλαδή, να φύγει ο Χίτλερ και να µας κυβερνήσουν οι µπολσεβίκοι;» Η Αγνή Κρουλ πρόλαβε να ψελλίσει ένα «Θεός φυλάξοι», και το ραδιόφωνο διέκοψε πάλι την εκποµπή του.
«Θα ακούσετε το διάγγελµα του Φύρερ προς τον γερµανικό λαό», ανακοίνωσε ο εκφωνητής.
«Αυτό σηµαίνει ότι είναι ζωντανός», σχολίασε το προφανές η Αγνή Κρουλ. «Γερµανοί και Γερµανίδες» ακούστηκε αµέσως η φωνή του Φύρερ. «Μια εξαιρετικά µικρή οµάδα από φιλόδοξους, αδίστακτους και συνάµα εγκληµατικά ηλίθιους αξιωµατικούς, κατάστρωσε ένα σχέδιο για να εξοντώσει εµένα και ολόκληρο το επιτελείο των γερµανικών ενόπλων δυνάµεων. Η βόµβα, την οποία τοποθέτησε ο συνταγµατάρχης κόµης φον Στάουφενµπεργκ, εξερράγη σε απόσταση δύο µέτρων από τη δεξιά πλευρά µου. Τραυµάτισε πολύ σοβαρά µερικούς από τους πιο αγαπητούς µου συνεργάτες. Ενας εξ αυτών δεν ζει πια. Σε µια εποχή, κατά την οποία οι γερµανικές ένοπλες δυνάµεις δίνουν εξαιρετικά σκληρές µάχες σε όλα τα µέτωπα, αυτή η πολύ µικρή οµάδα πίστεψε ότι θα µπορούσε να µας χτυπήσει πισώπλατα. Επαναλαµβάνω ότι πρόκειται για µια πάρα πολύ µικρή κλίκα εγκληµατικών στοιχείων, η οποία και θα εξοντωθεί ανελέητα».
Την επόµενη µέρα, όταν ο Χανς Κρουλ έφτασε στην υπηρεσία του, στο υπουργείο Οικονοµικών, η απόπειρα κατά του Χίτλερ ήταν το µοναδικό θέµα συζήτησης.
«Εσένα ποια είναι η γνώµη σου;», τον ρώτησε ο Βέρνερ Στουρµ, ένας συνάδελφός του.
Ο Χανς τον γνώριζε καλά. Ηταν µέλος του κόµµατος και κάρφωνε τους πάντες στο υπουργείο. «Ενας καλός άγγελος προστάτευσε τη Γερµανία από την καταστροφή», του απάντησε.
Ο άλλος τον κοίταξε καχύποπτα. Δεν τον είχε πείσει καθόλου, αλλά δεν µπορούσε και να του προσάψει κάτι.
«Πάντως ο λόγος του Φύρερ ήταν εξαιρετικός», φρόντισε να προσθέσει ο Κρουλ προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. «Ο Γιόζεφ, αυτός τον προέτρεψε να τον εκφωνήσει», είπε περήφανος ο Στουρµ, λες και ήταν πρώτος ξάδερφος του Γιόζεφ Γκαίµπελς.
Ο Χανς Κρουλ δεν ήταν οπαδός του Χίτλερ, αλλά ούτε και αντίπαλός του. Στην αρχή έβλεπε, έστω και µε κάποιες επιφυλάξεις, τα καλά του Χίτλερ. Είχε καταφέρει να ξεπλύνει τη Γερµανία από την ντροπή της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Είχε παραλάβει τη χώρα εξουθενωµένη από την οικονοµική κρίση και την είχε κάνει πάλι παντοδύναµη µέσα σε χρόνο µηδέν. Τώρα, βέβαια, τα πράγµατα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, έστω και αν η κυβέρνηση και οι αρχές έκρυβαν την πραγµατική εικόνα. Αλλά και πάλι δεν υπήρχε κάποιος άλλος στον ορίζοντα, πιο κατάλληλος από τον Χίτλερ.
Ο Χανς Κρουλ ήταν ρεαλιστής. Δεχόταν την ύπαρξη του Χίτλερ, αλλά δεν την επιζητούσε, όπως θα έλεγε και ο Καβάφης.
«Μα τι ακριβώς έγινε; Ξέρουµε λεπτοµέρειες;», ρώτησε η κυρία Ζόντχαϊµ.
«Ξέρουµε µόνο ότι ο στρατηγός Φροµ συνέλαβε και εκτέλεσε επιτόπου τον Στάουφενµπεργκ, τον Αλµπρεχτ Μερτς φον Κβιρνχάιµ και τον Βέρνερ φον Χέφτεν». «Καλά τους έκανε», επικρότησε η φράου Ζόντχαϊµ.
«Για να σώσει το τοµάρι του», σχολίασε ο Στουρµ. «Απ όσο ξέρουµε, οι µόνες µονάδες που κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν εν µέρει οι συνωµότες ήταν οι εφεδρικές µονάδες υπό τη διοίκηση του Φροµ».
Στη Γερµανία των τελευταίων δέκα µηνών του Γ Ράιχ πολλά πράγµατα τα µάθαινες µέχρι κορεσµού και άλλα δεν τα µάθαινες καθόλου. Μπορούσες λόγου χάριν να πληροφορηθείς ότι είχε συνάχι ο Χίτλερ, και να µην πληροφορηθείς ποτέ ότι το Παρίσι είχε απελευθερωθεί από τους συµµάχους. Εξάλλου, οι Γερµανοί ήταν πλήρως απορροφηµένοι µε τον δικό τους αγώνα:
προσπαθούσαν να επιβιώσουν από τις καθηµερινές αεροπορικές επιδροµές των συµµάχων, να βρουν τρόφιµα, να γυρίσουν στο σπίτι τους και να το βρουν όρθιο, και να ανασαίνουν µε ανακούφιση κάθε µέρα που περνούσε και δεν έπαιρναν την επιστολή ότι ο γιος τους, ο πατέρας ή ο αδελφός τους δεν έπεσαν υπέρ πατρίδος σε κάποιο µέτωπο.
Δεν χρειάστηκε, ωστόσο, να περιµένουν πολύ για να µάθουν την αλήθεια, έστω και από τη σκοπιά της κυβέρνησης. Στις 7 Αυγούστου άρχισε η δίκη των συνωµοτών στο Λαϊκό Δικαστήριο, υπό την προεδρία του περιβόητου Ρόλαν Φράισλερ. Ο Γκαίµπελς είχε δώσει εντολή να εµφανιστούν οι κατηγορούµενοι εξευτελισµένοι και γελοιοποιηµένοι, γιατί ήθελε να κινηµατογραφήσει τη δίκη για να την προβάλει στο στράτευµα και στον λαό, προς παραδειγµατισµό.
Η πρώτη οµάδα κατηγορουµένων ήταν ο στρατάρχης εν αποστρατεία φον Βίτσλεϊµπεν, οι στρατηγοί Εριχ Χέπνερ, Πάουλ φον Χάζε και Χέλµουτ Στιφ, αλλά και νεώτεροι αξιωµατικοί, όπως ο Φον Χάγκεν, ο Κλάουζινγκ και ο κόµης Γιορκ φον Βάρτενµπουργκ.
Η πιο τραγική φιγούρα ήταν ο στρατάρχης φον Βίτσλεϊµπεν. Του είχαν αφαιρέσει τη µασέλα, για να δείχνει φαφούτης και του είχαν φορέσει ένα πανταλόνι, που του έπεφτε φαρδύ, χωρίς τιράντες. Κάθε φορά που σηκωνόταν για να µιλήσει στον Φράισλερ ήταν αναγκασµένος να κρατάει το πανταλόνι του, για να µην του πέσει.
«Δεν ντρέπεσαι να σκαλίζεις µέσα στο πανταλόνι σου, γέρος άνθρωπος», του φώναξε ο Φράισλερ.
Παρ όλα τα χάλια τους, οι Γερµανοί έτρεξαν να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. «Αυτό ήταν απαράδεκτο», ψιθύρισε ο Χανς Κρουλ στη γυναίκα του, όταν βγήκαν από έναν από τους λιγοστούς κινηµατογράφους που έπαιζαν ακόµα. «Να φέρονται έτσι σε έναν από τους πιο σπουδαίους στρατιωτικούς της Γερµανίας. Μη µου πεις ότι δεν του έβγαλαν επίτηδες τη µασέλα και ότι δεν είχαν ένα ζευγάρι τιράντες να του δώσουν».
«Τη µασέλα µπορεί να του την έσπασαν, όταν τον βασάνιζαν», ψιθύρισε η Αγνή. «Οσο για τις τιράντες, σε λίγο δεν θα έχετε ούτε πανταλόνια να φοράτε». Ισως τους καλύτερους συµµάχους του, ο Φράισλερ να τους βρήκε στα πρόσωπα των συνηγόρων. Από φόβο, µήπως έχουν µπλεξίµατα µε το καθεστώς, συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο για να ενοχοποιήσουν οι ίδιοι τους πελάτες τους πριν από τον Φράισλερ. Για παράδειγµα, ο συνήγορος του φον Βίτσλεϊµπεν, κάποιος δρ Βάισµαν, ξεπέρασε ακόµα και τον εισαγγελέα στις κατηγορίες και παρουσίασε τον πελάτη του ως έναν «στυγνό δολοφόνο», που του άξιζε η εσχάτη των ποινών.
«Θα κρεµαστούν σαν σφαχτάρια», είχε δηλώσει ο Χίτλερ. Πράγµατι, οι οκτώ κατηγορούµενοι µεταφέρθηκαν στις 8 Αυγούστου σε ένα δωµάτιο. Από την οροφή κρέµονταν οκτώ τσιγκέλια για σφαχτάρια. Τους πέρασαν τη θηλιά στον λαιµό και τους κρέµασαν από τα τσιγκέλια, ώσπου να πεθάνουν.
Εν τέλει, οι συνωµότες δεν ήταν και τόσο λίγοι. Το Λαϊκό Δικαστήριο υπό την προεδρία του Φράισλερ συνέχισε το µακάβριο έργο του ώς το 1945 και έβγαζε σωρηδόν τις καταδικαστικές αποφάσεις. Διέκοψε τις συνεδριάσεις του στις 3 Φεβρουαρίου του 1945, όταν µια βόµβα της αµερικανικής αεροπορίας χτύπησε το κτίριο του δικαστηρίου. Η βόµβα σκότωσε τον Φράισλερ και κατέστρεψε όλα τα αρχεία για τους κατηγορουµένους που δεν είχαν δικαστεί ακόµα.
Την ίδια εποχή, ο γιος του Χανς και της Αγνής Κρουλ ήταν αιχµάλωτος των Σοβιετικών και το αντρόγυνο έψαχνε στα σκουπίδια µήπως βρει κάτι για να χορτάσει την πείνα του. Ο Φράισλερ και το Λαϊκό Δικαστήριό του δεν τους ενδιέφεραν πια.
«Η 20ή Ιουλίου 1944 ήταν µια ιδιαίτερα ζεστή και αποπνικτική µέρα», θυµόταν 60 χρόνια µετά η Τράουντλ Γιούνγκε, η προσωπική γραµµατέας του Χίτλερ. «Η κυρία Κέστερ και εγώ επωφεληθήκαµε για να πάµε σε µια µικρή λίµνη, εκτός της απαγορευµένης ζώνης και να κάνουµε µια βουτιά και λίγο ηλιοθεραπεία. Εκανε τόση ζέστη που δεν είχαµε κουράγιο ούτε για να κουβεντιάσουµε. Μείναµε ξαπλωµένες και κάναµε όνειρα».
Ετσι άρχισε η 20ή Ιουλίου 1944. £ Στις 7 Αυγούστου άρχισε η δίκη των συνωµοτών στο Λαϊκό Δικαστήριο, υπό την προεδρία του περιβόητου Ρόλαν Φράισλερ. Ο Γκαίµπελς είχε δώσει εντολή να εµφανιστούν οι κατηγορούµενοι εξευτελισµένοι και γελοιοποιηµένοι
ΤΑ ΝΕΑ
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα