Υποθέσεις - του Παντελή Μπουκάλα
Η πινακίδα σε κάποια παραλία κάποιου νησιού της Ελλάδας είναι φρέσκια, αυτό είναι το πρώτο που παρατηρείς από κάπως μακριά· τα χρώματά της ζωηρά, ούτε ο ήλιος και οι βροχές έχουν προλάβει να τα φθείρουν ούτε οι συνθηματογράφοι μαρκαδόροι να τα χρησιμοποιήσουν σαν φόντο της έμπνευσής τους. Πλησιάζεις, βλέπεις και πέφτεις στον κίνδυνο να βγεις από τα ρούχα σου, από το μαγιό σου μάλλον, και να συλληφθείς για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Γιατί αυτό που διαβάζεις, κεφαλαιογράμματο, είναι ένα όνειρο στο κύμα, ένα μικρό θαύμα, μια ανατροπή όλων των πνιγηρών γραμματικοφιλολογικών συμβάσεων που θα δυσκολευόταν να τη φέρει εις πέρας ακόμη και κάποιος που εισήχθη σε ΤΕΙ της περιφέρειας με 0,9 μόνο και μόνο για να ανασταλεί για τρία - τέσσερα χρόνια η συμπερίληψή του στους καταλόγους της ανεργίας: «ΟΙ ΠΑΡΩΝ ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ ΚΑΙ ΝΤΟΥΣ». Το ίδιο δελεαστικό μήνυμα, αγγλιστί συνταγμένο, είναι άψογα γραμμένο, πιθανόν επειδή και η αγγλική, όπως αναρίθμητες άλλες γλώσσες, είναι παρακλάδι της ελληνικής, οπότε την κατέχουμε από τα γεννοφάσκια μας.
Μέσα στον καλοκαιρινό καύσωνα διαρκείας, που σε πείθει ότι σε λίγα χρόνια θα κουβαλάμε τον ανεμιστήρα και στην παραλία, αισθάνεσαι βαθύτατα υποχρεωμένος στον άγνωστο πινακιδογράφο για τη δροσιά που απλόχερα σου προσφέρει. Αχαρο θα ’ταν το «οι παρούσες ομπρέλες»· δεν θα σε αποσβόλωνε πριν σε οδηγήσει υπνωτισμένο να κάνεις χρήση των «παρών ομπρελών» με το περίπου ενσωματωμένο ντους και το πάρκινγκ τους. Μου πήρε πέντε μέρες να το συνηθίσω, κι αφού πρώτα οδήγησα μέχρις εκεί, προς θέαση και απόλαυση, γνωστούς και φίλους, που βέβαια δεν με πίστευαν. Την έκτη μέρα, οπότε υπέκυψα στον πειρασμό κι είπα να το φωτογραφίσω με το κινητό, βλέπω μια κυρία που ανέβαινε από τη θάλασσα με το εγγονάκι της να στέκεται μπροστά στην πινακίδα, να σταυροκοπιέται και να αναφωνεί: «Χριστός κι Απόστολος! Ακούς εκεί. Οι παρών ομπρέλες... Ούτε στην τηλεόραση δεν τα λένε τέτοια πράγματα». Εκτός που ευχαριστήθηκα ακούγοντας ποια εκτίμηση τρέφει ο κόσμος για την τηλεόραση, τουλάχιστον στις λιγοστές μέρες των διακοπών του, όταν κάπως απελευθερώνεται από αυτήν και αποστασιοποιείται, χάρηκα κιόλας που δεν ήμουν ο μόνος που αναγνώριζε το θαύμα σαν θαύμα. Παρεμπιπτόντως, τώρα που ξαναρχίσαμε, λόγω της κρίσης, να συζητούμε το δικαίωμα στο ελεύθερο κάμπινγκ, δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να συζητήσουμε σοβαρά και το αγρίως πληττόμενο δικαίωμα στο ελεύθερο... κολύμπινγκ. Με τόσες συστάδες από ακριβά ή και πανάκριβα ενοικιαζόμενες ξαπλώστρες στις παραλίες εκείνες που προς το παρόν δεν έχουν ιδιωτικοποιηθεί ολοσχερώς, δίνεις μάχη για να βρεις μια γωνιά να βάλεις την προσωπική του ομπρελίτσα, νιώθοντας φυσικά παρείσακτος, αν όχι και κοινωνικά κατώτερος. Στη φοινικοβριθή Πρέβελη της Κρήτης, για παράδειγμα, που χάρη στον θαυμάσιο κρατικό μηχανισμό (σε όλες του τις υποστάσεις) κάηκε επιτέλους κι αυτή, να ησυχάσουμε, χρόνια τώρα η εξαντλητική εκμετάλλευση της καταπατημένης από ξαπλωστροπώλες παραλία σε εξανάγκαζε να τοποθετείς τη δική σου ομπρέλα στα ριζά του βουνού ή να φεύγεις δίχως να κολυμπήσεις, κι ας είχες περπατήσει μια ώρα ώς εκεί, αναζητώντας τα ράκη της μνήμης σου. Αλλον τρόπο να γευόμαστε το φυσικά ωραίο εκτός από το να το μαγαρίζουμε και να το σφετεριζόμαστε, φαίνεται δύσκολο να βρούμε.
Από ανορθογραφίες, βέβαια, για να γυρίσουμε στο «όνειρο στο κύμα» της πινακίδας, άλλο τίποτα. Και δεν λέω γι’ αυτές που τραυματίζουν επιπόλαια τη γραμματική, όπως το εξαιρετικό «Ν.Δ. - ΣΥΓΟΥΡΓΙΑ» που το βλέπεις σχεδόν παντού στο κυκλαδίτικο νησί ή για ένα υπέροχο «πολίτε το ικόπαιδο», γραμμένο πρόχειρα πάνω σε μισογκρεμισμένο τοιχαλάκι· και λοιπόν, θα πει κανείς, στις μισές επιτύμβιες στήλες των ελληνιστικών χρόνων, όπως τις βλέπουμε στα μουσεία, το σκαλισμένο «ενθάδε κίτε» σημαίνει ήδη και τον θάνατο της προσωδίας εκτός από την τελευτή του προσφιλούς ενταφιασμένου. Αλλες ανορθογραφίες έχω στο νου μου, πολύ σοβαρότερες, υλικές, που πληγώνουν βαθύτερα, έτσι απλωμένες όπως είναι άλλωστε στον χώρο και στον χρόνο, πανελλαδικές και πατροπαράδοτες. Δεν είναι τάχα ανορθογραφία, ανυπόφορα φθοροποιός, η σχεδόν μηδενικής στάθμης μέριμνα για την ανακύκλωση στους περισσότερους νησιωτικούς παραθεριστικούς προορισμούς; Τι παράγεται στα νησιά κάθε καλοκαίρι, σε τεράστιες μάλιστα ποσότητες; Οχι πεπόνια, καρπούζια και σταφύλια βέβαια (λίγα μέρη έχουν έστω και μικρή σχετική παραγωγή), αλλά πλαστικά μπουκάλια μικρά και μεγάλα (του νερού ή του αναψυκτικού), τσιγκάκια της μπίρας και των κολοειδών και πλαστικοπότηρα, του φραπέ ή του φρέντο, πράγματα δηλαδή ανακυκλωτέα και ανακυκλώσιμα. Κι όλα τούτα πετιούνται φύρδην μίγδην σε κάτι βαρέλια που μπήκαν πρόχειρα στην άμμο τρεις δημαρχίες πριν ή σε φισκαρισμένους κάδους· όταν θα μαζευτούν από εκεί, θα αποτεθούν ευλαβικά σε κάποια ανοιχτή χωματερή, που αν δεν είναι απολύτως εκτός ελέγχου, έχει δημιουργηθεί χωρίς να δοθεί η ελάχιστη σημασία στην αντοχή του περιβάλλοντος, ούτε καν στην εμπορεύσιμη και τουριστικώς αξιοποιήσιμη αισθητική αρτιότητά του. Θαρρείς και καμαρώνουμε για τα σκουπίδια που παράγουμε, στήνουμε τα «νεκροταφεία» τους σε σημεία... υψηλής θέασης, οσμηρό τεκμήριο προκοπής. Κι αν κάποιοι διαμαρτυρηθούν, ομάδες πολιτών ή κοινότητες, από αυτές που εξανεμίζει ο «Καλλικράτης» ολοκληρώνοντας την «καποδιστριακή» διάλυση, εισπράττουν το ανάθεμα των δημοτικών αρχόντων αλλά και της λαϊκής πλειοψηφίας, γιατί, με το να προσπαθούν να θυμίσουν ότι ακόμα και η θάλασσα και η γη εξαντλούνται τελικά από την άπληστη υπερεκμετάλλευσή τους, παρεμποδίζουν, λέει, την πρόοδο και την ανάπτυξη.
Εχει ακόμα πόρους ο τόπος - τους ανθρώπους του προπαντός, όσους τον αγαπούν δίχως να κρατάνε κρυφούς λογαριασμούς, τα μνημεία του που, όρεξη να ’χεις, σε περιμένουν και δίχως τον επιβεβλημένο ρομαντισμό της αυγουστιάτικης πανσελήνου, τα χωριά του, βουνίσια και θαλασσινά, όσα αρνούνται να μαϊμουδίσουν, να ζήσουν «χαλαρά» σήμερα κι ας κόψει τον λαιμό του το αύριο και το μεθαύριο κι όσοι θα τα κατοικούν. Τα σημάδια, ωστόσο, της φθοράς και της διάβρωσης είναι πολλά. Για να μη βαθύνουν ακόμα περισσότερο, για να μην καταντήσουν αθεράπευτα, αντί για το μουρμουρητό, το μοιρολόι μάλλον, που ακούγεται μήνες τώρα –«πτώση του τουρισμού», «καταβαράθρωση του τουρισμού», «καταποντισμός του τουρισμού»–, ίσως είναι φρονιμότερο να σκεφτούμε σαν ανορθογραφία την υπερβολή του τουρισμού και την απόλυτη εξάρτηση της χώρας από αυτήν, με όσα συνεπάγονται ετούτα τα επιχρυσωμένα δεσμά, σε οικολογικό, ψυχολογικό και πολιτισμικό επίπεδο. Αν ο τουρισμός προβλήθηκε και προβάλλεται σαν η μοναδική σιγουριά μας, ας σκεφτούμε πια πως άλλο δεν ήταν παρά «συγουργιά», εξόφθαλμα ανορθόγραφη, λαθεμένη, μια πλάνη που την πληρώνουμε ακριβά την ώρα που μας κανοναρχεί η ψευδαίσθηση ότι απλώς μετράμε κέρδη.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα