Αφιέρωμα στον ποιητή Ανδρέα Κλουτσινιώτη
Λίγα λόγια για τον ποιητή:
Ο Ανδρέας Κλουτσινιώτης γεννήθηκε στο Περιστέρι Αττικής το 1966. Κατάγεται από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας και τα Καρδάμυλα της Χίου. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές, στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε οικονομικές εφημερίδες και έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. Είναι παντρεμένος με την Έλενα Ματσούκα και έχει ένα γιο, το Γεώργιο-Ευφραίμ.
Το βιβλίο «Labey Sabprea», στο οποίο περιλαμβάνονται και τα ποιήματα που θ' ακολουθήσουν και τα οποία ενδεικτικά παραθέτουμε, (ήταν δύσκολη η επιλογή, είναι αλήθεια!), είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ. Αποτελείται από 34 συνθέσεις και αποτελεί ένα ποιητικό ταξίδι με αφετηρία την Τέχνη και σταθμούς: τα δεινά του πλανήτη, την κοινωνική ανισότητα, την πολιτιστική και ιδεολογική παρακμή τού σήμερα, την αδηφαγία του πλούτου κ.ά. Ο ποιητής στις σελίδες του έργου του διαμαρτύρεται και εξαγριώνεται για την κατάντια της χώρας του και με το στίχο του ορθώνεται ενάντια στους ημεδαπούς και αλλοδαπούς βιαστές της ελληνικής κληρονομιάς.
Σημειώνουμε εδώ, ότι η Labey Sabprea, από την οποία το βιβλίο πήρε το όνομά του, είναι ένα 12χρονο κοριτσάκι από την Καμπότζη, του οποίου ο ποιητής είναι ανάδοχος μέσω της Action Aid.
Labey Sabprea
Στο μικρό κορίτσι από την Καμπότζη
Αθώο μου αγγελούδι,
δεν πρόλαβες ποτέ φτερά
να βγάλεις,
τα πληγιασμένα πόδιά σου
στο άγονο χώμα
της λύπης σου τα ίχνη,
αίμα να μην αφήνουν.
Γρήγορα τρέχουν
χιλιόμετρα μακριά,
νερό της φτώχειας για να φέρουν,
γλυφό, από πηγάδια μολυσμένα,
συ κι η φαμίλια σου
να ξεδιψάσετε, νεκροί,
μες στη νεκρή ζωή σας.
Καλύβα από λάσπη κι άχυρα
με χέρια του μόχθου καμωμένη,
έχεις για σπίτι σου
και κει στην άκρη,
στον ξύλινο το στύλο,
ένα κενό, ματιά που βλέπει
τον έναστρο Ουρανό,
σύντροφο πιστό,
στα άσπιλα όνειρά σου!
Για σένα όμως Labey Sabprea,
τα αδέλφιά σου και
τους λιπόσαρκους γονείς σου,
οι τοίχοι, από ξύλο και μπαμπού,
δεν είναι της Καλύβας
σχήματα, απλά περαστικά
από οράματα ανθρώπινα.
Φάτνη του δικού σας
Χριστού είναι,
που τις ανάσες σας κρατά
ζεστές,
κάστρο αλύγιστο, που όρθιο στέκει
στ’ Ανέμου τη μανία,
βαρκούλα του Νώε, ανέπαφη
απ’ της θύελλας την ατερμάτιστη βροχή.
Αγάπης καταφύγιο ιερό,
μια άσβηστη φωτιά,ανέγγιχτη,
απ’ την ανταριασμένη Φύση!
Μικρό μου αγγελούδι,
το βιός σας,
λίγα πουλερικά,ένα μικρό γουρούνι,
μία άσαρκη αγελάδα,
που το γάλα της το σπάνιο,
γραφτό είναι και κατάρα ανομολόγητη,
λίγες φορές να πιείτε.
Δύο εκτάρια ρυζιού,
που ο άμοιρος πατέρας σας
καλλιεργεί νυχθημερόν.
Να φτάσει άραγε όλοι σας να τραφείτε;
Η ανημποριά της μάνας,
το βλέμμά της το πονεμένο,
που κάθε καρδιά δακρύζει,
όταν ζητάτε κρέας ή ψάρι
να γευτείτε.
Labey Sabprea, ψυχούλα μου αθώα,
τα παιδικά σου όνειρα θρηνούν
όταν το λίγο ρύζι σας
μονάχη ξεδιαλέγεις,
όταν, τα τρύπια και ζαριασμένα
ρούχα σας τρίβεις στη πέτρα τη μεγάλη,
σιμά στο ορμητικό ποτάμι.
Καθάρια τα θες παιδούλα μου,
καινούρια να τα κάμεις!
Θρηνούν, όταν τα ζώα και τα όνειρά σου
με το μικρό σου σώμα
τα σκεπάζεις,
κρυμμένα μες στης Καλύβας
τη ξύλινη σκέπη,
μη τυχόν τα αστραπόβροντα
απ’ τα ψηλά βουνά,σαν
δράκοι απ’ τους εφιάλτές σου
έρθουν για να τα πάρουν.
Πόσο λίγη είναι η μάνα γη!
Νεράϊδων άθαμπη μορφή
έχουν τα δάση
των ιερών προγόνων σας.
Ψωμί όμως γίνονται,
μέρα με την ημέρα
στους ντόπιους τσιφλικάδες,
στους ξένους αλλόγλωσσους,
άψυχους αφεντάδες.
Και κείνοι πίσω νερό στιφό
να δίνουν, τον ιδρώτά σας
σε τρύπιο αγέλαστο ποτήρι,
τάχατες τη στείρα σας ζωή
να ξεδιψάσετε νεκροί.
Ασυνείδητοι εκμεταλλευτές,
που ολημερίς στην ανέχεια
σας σπρώχνουν, βορά
η πεθυμιά τους να γενείτε,
σωρός,
πνιγμένα ανθρώπινα κορμιά.
Θυσία άδικη στις πλημμυριές
των χρόνων-ποταμών
ενός αέναου Σεπτέμβρη.
Αθώο μου αγγελούδι,
πατρίδα σου παντοτινή
μόνο τη Φτώχεια έχεις.
Δύο νομίσματα τη μέρα,
τα αργύρια που σας πετώ
στη μοίρά σας να ζήσετε.
Ξεχασμένοι,μακριά,
στην ήπειρο τη μεγάλη,
στη γή που Καμπότζη
σήμερα τηνε λένε.
Εγώ σας λησμονώ,
φανταχτερός υποκριτής,
ευμάρειας μάταιος,
πολιτισμού Ελληνικού,
ο ζηλωτής.
Μικρούλα μου, Labey Sabprea,
την αξιοπρέπεια, καιρό τώρα,
πολιτισμένα, σας την επήρα,
κείνη, που οι γονείς σας
ποτέ τους δεν εγνώρισαν.
Άϋπνοι τώρα μένουνε,
φαντάσματα άλαλα,
αφού σείς τις νύχτες,
τέκνα τ’ ανθρώπινου πολιτισμού
μένετε να πεινάτε!
Συγχώρεσέ με, αθώο μου κοριτσάκι,
γιατί πιστεύω στο Χριστό,
μα Χριστιανός δεν είμαι!
Συγχώρεσέ με για τα γράμματα
που σου στερώ, αλίμονο,
λευκό περιστεράκι μου,
ποτέ δεν τα μάθεις!
Συγχώρεσέ με για τη φτώχεια
που σε καταδίκασα,
στο λίγο που προσδοκούν
οι αριθμοί να ζήσεις.
Συγχώρεσέ με για τη γή σου,
εκείνην που εκμεταλλεύομαι
δική μου πια,
για την πείνα, που θα σε μαστίζει,
τις κρύες νύχτες της ζωής,
που έρχονται μπροστά σου!
Το βάρος είμαι,
φονιάς της άδολης ψυχής σου,
μικρό μου αγγελούδι.
Από σένανε ζητώ,
παιδί κατώτερου Θεού
απ’ την Καμπότζη,
ποτέ μη με λυτρώσεις
απ’ τις τύψεις μου,
γιατί δεν το αξίζω,
η αιτία παραμένω,
για τα δακρυσμένα,
τα απραγματοποίητα για πάντα,
όνειρά σου.
Συ, που δίκαια κρίνεις
την κάθε ύπαρξη Θεέ μου,
Συ να με κρίνεις.
Αφού είμαι ένας απ’ αυτούς,
τους δήθεν πολιτισμένους.
Άνθρωπος υποτίθεται πνευματικός,
ουδόλως όμως Χριστιανός,
δειλός, μια βεβαιότητα φθαρτή,
στην άφθαρτη του χρόνου
δημιουργία Σου,
μιας και παγωμένος
μένω να θωρώ,
το θάνατό τους
τον αργό.
Άπραγος,
ένα ασήμαντο τίποτα,
άβουλη, σάρκα θνητή,
χαμένη δίκαια,
μες στα μύρια
τυφλά κι ασυνείδητα τίποτα!
Ίκαρος
Aφιερώνεται στη μνήμη
των σμηναγών Αναστάσιου Μπαλατσούκα
και Ιωσήφ Αναστασάκη.
Αθάνατοι.
Σε όλους τους Ίκαρους
της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Απρόσμενα σπάσαν τα μεγαλοπρεπή φτερά σου
Ηλιογέννητε Αετέ
των Απέραντων Ουρανών.
Το βαθυγάλαζο πέλαγος του δοξασμένου Μίνωα
αγκάλιασε στοργικά το λαβωμένο σου κορμί,
μορφώνοντάς το σε αέναους ψίθυρους
των προαιώνιων, άσπιλων κυμάτων.
Η ψυχή σου ταξιδεύει τώρα ερωμένη
μονάκριβη στις Ασύνορες Θάλασσες.
Ένα στεφάνι είναι από μπλέ βιολέτες
και λευκές ορχιδέες,
μια ακριβοθώρητη Νεράϊδα,
που σαγηνεύνει με την αγνότητά της,
του Οδυσσέα άνδρες
που ξαποσταίνουν ξεχασμένοι
σε απόμακρες εικόνες
των χρόνων του Ομήρου.
Τη ζωή σου χάρισες τιμή
σε μια Πατρίδα,
όπου η Αρνησιπατρία κι ο Εγωϊσμός
καθιστούν κάθε εθνικό όραμα
θνησιγενές,
αποκεφαλίζουν κάθε ύψιστο ιδανικό
ποδηγετώντας το Ελληνικό Πνεύμα,
τα Απαράμιλλα Ιδεώδη που έπλασαν
τον Πολιτισμό,
σα μάννα ολάκερης της Οικουμένης.
Ικαρε, κι αν τα βλέφαρά σου
σφάλισε ο Θάνατος
το φως των ματιών σου δεν έσβησε,
παρά μονάχα ενώθηκε και ομόρφυνε
περσότερο τον υπέρλαμπρο Ωρίωνα,
εκεί που οι περήφανοι 'Ελληνες
μαχητές του Ήλιου
θα στέκονται συντρόφοι σου
για πάντα.
Κι όμως οι ζωντανοί Έλληνες
που χίλια σου οφείλουν, δεν σε τιμούν!
Δε σου γυρίζουν πίσω μ' Αγάπη
ούτε αυτό το ένα που σου αρμόζει.
Πιότερο πρόθυμα σε ασπάζονται,
να είσαι βέβαιος Γενναίε,
οι νέες ευήνιες γενιές των Ελλήνων,
αυτές που στις αγνές ελπίδες
και τα μεγάλα όνειρα, τα καθάρια
θα δοκιμάζονται,
αφού μέλλει να έρθουν ως
Τιμωροί και Σωτήρες.
Η Άνοιξη της Ανθρωπιάς
να απλωθεί,
το χαμόγελο κι η καλοσύνη των Αθώων
να βασιλέψει.
Στα βασανισμένα όνειρα των ευσεβών γερόντων
να επικρατήσει η μία Αλήθεια.
Κάτι μεγάλο και άξιο, ίσως να αφήσαμε
κληρονομιά θα πουν τότε.
Ίκαρε δε θρηνώ τον άδικο χαμό σου,
γιατί η μνήμη σου Αγώνες,
σαν από πάντα γεννήθηκε, για την
Πατρίδα να προστάζει.
Μον’ τραγουδώ τα αστείρευτα δάκρυα
της Ελληνίδας μάνας,
τον ανείπωτο πόνο της,
τον άσβεστο καημό της.
Τη νιότη σου Θυσία έκαμες
δίχως να ρωτήσεις, 'Ελληνα αξίζει;
Άξιζε άραγες να χαθείς Αετέ,
Υπέρ Bωμών κι Eστιών;
Ρωτώ εσάς, Υποκριτές, Πατριδοκάπηλοι,
Που κρύβεσθε όλοι σας τώρα
μωρέ χαμένα κορμιά, αξιολύπητοι προδότες;
Εσάς ρωτώ, που τη γαλανόλευκη Σημαία μας
κρύβετε μωρέ πατσαβούρα από Ντροπή,
τάχα τες Πατριώτες,
να μη στιγματισθείτε!
Ίκαρε, σε μία Κοινωνία
Δωσίλογων και Ραγιάδων
πως να εξηγηθεί η περίσσια σου
γενναιότητα;
Πως ο Φόβος μπρος στο θάρρος σου
να σταθεί σα βράχος ακλόνητος;
Πως το Κρασί των Δειλών αλήθεια να πίνεται
στο ίδιο ποτήρι πόση αντάμα
με το Ανδρείο και το Ήθος;
Πως η ψυχή αυτή μωρέ 'Ελληνες
τρανό παράδειγμα της Λεβεντιάς
δε μας διδάσκεται;
Ίκαρε, μία σταγόνα απ’ το αίμα σου
φθάνει το ακριβοθώρητο Δέντρο
των Αμέτρητων Πελασγών Ηρώων
να ποτίσει για Αιώνες.
Άσβηστα τα Αστέρια του Ουρανού
απ’ τα ιδανικά σου,
σα βελόνες διαπερνούν τα σώματα
των Δειλών ή Αμφιβόλων Σκέψεων.
Στη ζεστασιά του Πανδαμάτορος Ήλιου
στο άφοβο χαμόγελο σου
βαφτίζεται η Λευτεριά,
σπάζοντας τις αλυσίδες και τα δεσμά
του κάθε ευήκοου και προσηνούς Ραγιά,
κόκκους και σκόνη της άνυδρης Ερήμου
πώς τα κάμει!
Ίκαρε, από Σίδερο κι Ατσάλι
σφυρηλατήθηκε
στο Αμόνι της γενναιότητας
η καρδιά σου.
Φρουρός ακοίμητος στάθηκες Αετέ
μπρος σε Ανέμους άγριους
και Σύννεφα πρωτοθώρητα,
καιρούς που δεν μετρούνται ανθρώπινα
να μερέψεις.
Για την ιερή γη των Ελλήνων
πεθαίνεις στη στιγμή που ο Θεός
θα αποφασίσει.
Ζεις κάθε μέρα ψυχωμένος Διγενής,
του Έθνους Φύλακας πιστός,
στις απερινόητες διαδρομές των Ουρανών,
Προστάτης.
Μάχεσαι μπροστάρης, Ανδρείε
το Ελληνικό Φως πάντα να διατηρήσεις,
κείνο που λάμπει
Πολιτισμός Ασύγκριτου Αποσπερίτη.
Μια εύηχη δάδα χιλιάδων ανθρώπων,
στη Χώρα των μύριων Ποιητών,
του Βάρναλη και του Ελύτη.
Ίκαρε σε τιμώ όπως μπορώ
κι ας μην μου πρέπει.
Γιατί ακόμη τολμάω να ρωτώ,
Οφείλω ή μου οφείλει η Πατρίδα;
Τυχαίο μου φαίνεται δεν είναι
που ο Φόβος κιότεψε
μια αντρίκεια απάντηση
στο ασήμαντο είναι μου να δώσει.
Σε σένα όμως του Έλληνα
δοξασμένε γιε
καμμιά απάντηση δεν θα ’βρισκε
ακόμη κι αν αναγκαζόταν μία
οπωσδήποτε να σου δώσει!
Αφού ποτέ άλλωστε δεν ρώτησες,
παρά μονάχα έπραξες Αετέ,
δίχως στιγμή να το σκεφτείς, ό,τι
ενδοξότερο ζητά απ’ όλους μας
η Θεϊκή Πατρίδα.
Πόσο άδικη είσαι
ευήλια Ελλάδα μου!
Πώς λησμονάς πάντα στον άμετρο χρόνο
τους Ήρωές σου!
Πόσο μας είναι απαραίτητοι τώρα
σ' αυτό το δύσμοιρο παρόν,
το σαθρό, το σάπιο,
το διεφθαρμένο!
Γυρίστε εσείς
Ατρόμητοι Ίκαροι,
Αθάνατοι, Γενναίοι της Ελλάδος.
Ελάτε από το Πάνθεον των Ηρώων,
εσείς δαφνοστεφείς Αετοί,
ταξιδευτές να γίνομε με τα Λευκά φτερά σας
στον Ποταμό Αχέροντα,
να κλάψουμε στο σήμερα το Σώμα
μίας Πατρίδας που πεθαίνει!
Hiroshima
Αφιερώνεται στους λεγόμενους "Ανθρώπους της Βόμβας". Νεκρούς και ζωντανούς στιγματισμένους. Ανάμεσά τους, στον Σουντάρο Χίντα, στον Σουνάο Τσουμπόι, στην Ταγκόκι Μινόβα, στην Κιγιόμο Ιμούρι, στην Ετσούκο Ναγκάνο, στον Σουμιτέρου Ταμιγκάκι, στον Σατόρου Φουκαχόρι. Nagasaki, Hiroshima, μέρες, του ’45, Αυγούστου χαραγμένο Μαύρο Mνήμα. Σμιλευμένο με νεκρές Ψυχές των Ανθρώπων οι ενοχές, γράφουν του Θανάτου Ποίημα. Στο Κοτζίκι ιστορίες πόνου μαρτυρούνε οι διηγήσεις των Νεκρών. Tα δάκρυά τους λευκά τριαντάφυλλα, Θεέ μου δες θεριεύουν, άνθη αγέννητων παιδιών! Σιδερόφτερο τρόμου γεράκι, το Νιχόνγκι εξιστορεί, έσβησε τη Hiroshima κι έκαψε το Nagasaki. Ένα άψυχο ορυκτό, ένα δόλιο σκεπτικό, θιασώτες του Πολέμου σκότωσαν την Αρμονία, τη σοφή Αμεταράτσου, τη θεότητα του Ήλιου, πέρα κει στην Ιαπωνία. Χάθηκαν οι Θεοί όλοι του Σίντο, ο πατέρας Ιζανάγκι, η μητέρα Ιζανάμι το άσπιλο Θεϊκό ζευγάρι, οι γεννήτορες των Κάμι. Κιότεψαν τα πνεύματα των βουνών, ρήμαξαν τα περάσματα των άσβηστων υπάρξεων, πισωγύρισε ο αχός των ποταμών. Τα αιώνια δέντρα και των ζώων οι μορφές κείνται, Ατομικών Βομβών, καρβουνιασμένα θύματα, της χώρας της Νύκτας μιερές σκιές, πεταμένα υπολείμματα. Των προσώπων οι περιγραφές, της Κολάσεως βέβαιες αφηγούνται εκδοχές. Φώς εκτυφλωτικό στην αρχή λευκό, μετά σώματα ανθρώπινα που εκτινάσσονται ίσαμε τον ουρανό! Ένας κατακόκκινος πύρινος στύλος που ανυψώνεται, παίρνοντας το σχήμα ενός τεράστιου μανιταριού. Δαίμονες μέσα του μορφώνονται προαναγγέλοντας νεκρούς, μελλοντικού ορυμαγδού. Θερμότητα που καίει κάθε έμψυχη οντότητα, η γή που ξερνά θάλασσες της Φωτιάς πνίγοντας των ανθρώπινων στιγμών, τη μετρημένη ασημαντότητα. Τρέχουν όλοι αλόγιστα δεν ξέρουν που να πάνε, της Κόλασης τα κύματα καμμένους κι νεκρούς, στάχτη μόνο τους παρατάνε! Μια μάνα που το γυμνό δέρμα αφήνει το κορμί της, νερό ζητάει για να βρεί να ξεδιψάσει, αν μπορεί, το ακέφαλο, στην αγκαλιά, νεογέννητο παιδί της. Έξαφνα παράξενη βροχή πέφτει σαν επερχόμενη ελπίδα. Μα οι σταγόνες της μαύρες, αφύσικες μπήγουν ξανά σε σώματα ανήμπορα δεύτερου θάνατου λεπίδα. Θρηνεί ο Σουντάρο ο γιατρός, γιατί τη βόμβα πλουτωνίου δεν σπούδασε μαζί της να τα βάζει, κάηκε κι η μικρούλα Κιέμι, που έπαιζε χαρούμενα στο διπλανό περβάζι. Από το σχολειό τους δεν γυρνούν πια ο Σουσούμου, η Σακούι, πάγωσαν τα χαμόγελα, κανείς, εξόν απ΄τον πατέρα Θάνατο, πλέον δεν τους ακούει. “Που είναι τα αδέλφια μου;” κραυγάζει καμμένος ο Σουνάο, “Στυγνός φονιάς είσαι Άνεμε από σένα τους ζητάω!” “Που βρίσκεσαι Ταγκόκι αγαπημένη αδελφή;” “Κιγιόμο, ξεψυχάς μικρέ αδελφέ μου;” Ανάθεμά σε Θάνατε, “Που είσαι Τοσίρο γιέ μου;“ Τα πάντα γκρίζα γίνηκαν μαυρίλα χωρίς ήχο, και του Σατόρου η Προσευχή, σημάδι άγνωστου Θεού, που έλιωσε στο τοίχο. Η Ετσούκο κι η Κούνικο πνιγμένες σε νερού δεξαμενές. Πρόσωπα δίχως μάτια. Θεές του Σίντο πια νεκρές, ασάλευτες, με τα όνειρα κομμάτια. Ο Σουμιτέρου, αγόρι εξάχρονο, χαρούμενος έτρεχε στο δρόμο με την Τογιόκο. Μάσκες νεκρές τώρα φορούν, στο Θεάτρο του Νο ακίνητοι, μαρμάρωσαν σαν ήρωες σε Τραγωδίας θώκο. Έτσι ο Θάνατος επιβλήθηκε στη Ζωή η ιδεολογία του Τρόμου μακέλεψε την ανθρώπινη συνείδηση έθαψε κάθε ενοχή. Για να νικήσει έναν Πόλεμο, το Έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας ντύθηκε ενός βέβαιου Νικητή δικαιολογία, αθώα δοκιμή στον έλεγχο του Σύμπαντος βαφτίστηκε η πιο στυγνή γενοκτονία. Στο Πάρκο της Ειρήνης, στη Hiroshima, στάχτες με ανθρώπινα κορμιά κτίζουνε του Πλανήτη Μνήμα. Στο Σημείο Μηδέν, στο Nagasaki, το Σύμπαν ανασκολόπησε ο άνθρωπος, κι η Φύση του Θεού να διαμορφώνεται με βόμβα-παιχνιδάκι! ----Επισημάνσεις---- Σίντο : Η οδός των Θεών. Ιαπωνική Θρησκεία. Αμεταράτσου: Η κυρίαρχη θεότητα του Ήλιου. Κοτζίκι: Διήγηση των Παλαιών Πραγμάτων. Νιχόνγκι: Χρονικά της Ιαπωνίας. Ιζανάγκι, Ιζανάμι : Θεϊκό ζευγάρι, Γονείς πολλών άλλων θεοτήτων. Χώρα της Νύκτας : Η μιερή γή των Νεκρών. Κάμις : Οτιδήποτε εξαιρετικό που εμπνέει δέος και ευλάβεια. ή οι αφηρημένες δημιουργικές δυνάμεις. Γενικά, τα Κάμις είναι καλοκάγαθα. Ο ρόλος τους είναι να στηρίζουν και να προστατεύουν τον άνθρωπο.
Χαίρομαι που τον γνώρισα και ανταλλάσουμε σκέψεις που αφορούν,τον άνθρωπο,την πολιτική,την τέχνη,την κοινωνία την μουσική και την ποίηση.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα