"Κυπρία Γαία" - του Ανδρέα Κλουτσινιώτη
Δημοσιεύουμε παρακάτω ένα πολύ όμορφο ποίημα του Ανδρέα Κλουτσινιώτη για την Κύπρο.
Ο κύριος Κλουτσινιώτης είναι ένας "νεόκοπος" ποιητής, όπως συνηθίζει να αυτοαποκαλείται, ιδιαίτερα σεμνός και εντυπωσιακά ευαίσθητος.
Τα θέματά του αγγίζουν με τον ιδιαίτερο, δικό τους τρόπο, τις πιο λεπτές και ταυτόχρονα πολύτιμες - πλην όμως υπό εξαφάνιση - αξίες της ζωής του ανθρώπου, όπως εύκολα διαπιστώνουμε, απολαμβάνοντας την ποιητική του συλλογή "Labey Sabprea", που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ (2010).
Κυπρία Γαία
Επ’ αφορμής της επετείου των 50 χρόνων
της Ελεύθερης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κ. Δ. Χριστόφια είναι ντροπή σας, και ασέβεια αυτά
που δηλώσατε στη Ν. Υόρκη περί ταυτόχρονης εισβολής
και της μητέρας Ελλάδος. Είναι δυνατόν να ταυτίζεται
ο ανηλεής Αττίλας με τη μητέρα Ελλάδα; Αίσχος...
Οι Εφιάλτες δεν απεικονίζουν την Ελληνική ψυχή.
Ο Λαός έστειλε τα παιδιά του να πολεμήσουν και πολεμήσανε,
όπως πολεμούν πάντα οι Έλληνες. Σαν Λιοντάρια.
Ντρέπομαι για εσάς και τις δηλώσεις σας.
Αφιερώνεται εις τους Ελληνοκυπρίους κι
Έλληνες μαχητές. Ιδιαίτερα δε εις τον 23χρονο Έλληνα
αλεξιπτωτιστή Ανδρέα, αγνοούμενο σήμερα.
Ήμουν 8 ετών τότε ακόμη όμως τον Θυμάμαι...
Δεν Ξεχνώ.
...Και να εφάνη το ’74 ο βάρβαρος Αττίλας.
Γάντι, ταιριαστό σε εκείνους που το εδιάλεξαν.
Τίτλος ηρωϊκός σε κίβδηλο αγώνα.
Φορεί μπότα των Γιάνκηδων δεξιά,
Σαξώνων όμοια αριστερά!
Κατακτητής ανηλεής, εύφημος καιρούς πολλούς
για τα σκαιά του πεπραγμένα.
Σκυλί χαϊδεμένο, αχόρταγο, των Αποικιοκρατών,
πρόθυμο πάντα της απληστιάς τους δεκανίκι.
Κυπρίοι κι Έλληνες απέναντι τους,
ολίγιστοι ανδρείοι, που στήνουν Τείχη Ψυχών.
Μα πέφτουν, νεκροί γκρεμίζονται,
απ' τη Φυλή τους προδομένοι.
Οι μάνες τους νιούς μοιρολογούν,
κι όλους τους λεβέντες.
Πρόσωπα αγαπημένα χάνονται, παιδιά, αδέλφια,
θειοί, θειές και χίλιες εξαδέλφες.
Εγκλωβισμένοι πλείστοι, στην αγαπημένη εστίας γη,
έτεροι αγνοούμενοι, νεκροί και ζωντανοί
σε θύελλα του πεπρωμένου χάνονται.
Κάθε Σταυρός και μιναρές, κάθε ψήγμα κληρονομιάς,
Πολιτισμού απ’ το χθές
φωτιά και πόνο να εγνωρίζει.
Τάφοι του Χριστού στα Κοιμητήρια,
βανδάλων εγίνονται βεβήλωση στοχευμένη.
Μουσεία, Εκκλησιές, πολλάκις ρημαγμένες,
αρχαίες κολόνες λάφυρα βρίσκονται πουλημένες.
Φευ, η ζήση πως εγίνηκε Θάνατος!!!
Τιμή, Περιουσία, του ορυμαγδού η μοίρα,
τώρα να την εψέγεται τ’ Οθωμανού η χείραν.
Μην κλαίς, Σύ βασανισμένη αιώνων θυγατήρ,
Κυπρίαν Γαία, Ελλάς ει, αλύγιστος κι αδάμαστος,
εις τους χρόνους όμορφη χαμένη μου Πατρίδα.
Κι αν χαίρουν κι αν ασελγούν
επί του Σώματός σου, Οθωμανοί και Αλλόθρησκοι,
δήμιοι στο Δίκαιό σου,
Μάρτυρα έχεις τον Χριστό, Προστάτη, Άγγελό σου.
Κείνος στο άδικο απάντηση μία θα δώσει.
Τους χρόνους άλλως Τους μετρά,
του αίματός Του τον Σταυρό,
αέναο, αμαρτωλών συγχώρεσις
θα εδίνεται ως πόση.
Δακρύζουν τα όμματα των Αγγέλων,
ψηλά πέρα θωρούν του Πενταδάχτυλου
το κυανούν, το ουρανίσιο φόντο.
Της Τρόοδου την αγέρωχη κορφή,
τον Όλυμπο τ’ Ανέμου.
Τις πεδιάδες Μόρφου, Μεσαριάς,
Ήλιου διαμάντια ζωγραφιάς,
θύματα τραγικά αδελφικού Πολέμου.
Όλα στη μέση κόπηκαν, η γη, τα μονοπάτια,
θρηνεί μονάχο το αγρινό δεν ξέρει που να πάγει!
Μήτε τα λεύτερα πουλιά μοιράζουνε τη Συννεφιά
μισή να την χαρούνε!
Πούθε να ξαποστάσουν οι μάνες τους
μες στις φωλιές τάχατες να τις βρούνε;
Μισά είναι τούτα ωρέ παιδιά, πικρά σα τα γευτούμε!
Η κοιλάδα με τους Κέδρους πώς να χωρισθεί;
Θεόφραστε και Πλίνιε, Διοσκουρίδη έλα!
Ο Τούρκος, ο Οθωμανός στη ξυσταρκά
σα λιάζεται, τη νήσο μας ορέγεται
σαν όμορφη κοπέλλα!
Πώς άραγε η γη να διαιρεθεί;
Σε ένα Λαό ανήκει.
Εις τους Κυπρίους αδελφούς οφείλεται, προσήκει.
Κείνοι γνωρίζουν του τόπου τους τις μύριες ομορφιές.
Με της Μυρτιάς τα αρώματα, τις πάμπολλες τις Δάφνες,
τη Χαρουπιά στα χώματα, τα Πεύκα, στεκούμενα κι ωραία.
Τη μία και μονάκριβη, Κυπρία την Μποσέα.
Κείνοι χρόνους πολλούς την Άνοιξη Θεά τους τη θωρούν,
των λουλουδιών προστάτιδα, μάνα, βασίλισσα χλωρίδα.
Τις Τρεμμυθιές γεννά πριγκίπισσες μικρές,
τους άθαμπους Λαλέδες, τα Λιάνθεμα,
τις Ορχιδέες αγάπες απ’ το χθές,
Τουλίπες και Μαργαριταριές,
άλικα και λευκά παιδάρια, σκιών του δάσους βήματα,
κρυμμένα μανιτάρια.
Πούθε και σε ποιες αγριελιές ο Ήλιος θε να φωτίζει;
Βορρά ή Νότο ζεστασιά της μέρας του οι αχτίδες;
Πώς άραγε η πέτρα του Ρωμιού κλαδί
να γένει για να σπάσει;
Πώς η θεά του Έρωτος γόνιμη ολούθε να γυρνά
τη Νιότη να προφτάσει;
Πώς τάχατες το μικρό παιδί χαμόγελο
απ’ τον Πατέρα του Χριστό, Αλήθεια να την εκρύψει;
Ποια δάχτυλα ο Πενταδάχτυλος οφείλει για να κόψει;
Ρυτίδες βάσανα τώρα έχει για κορφογραμμές,
στο πρόσωπό του μαχαίρι ο πόνος χαράζει αυλακιές.
Πότε άραγε η οροσειρά, της Μαύρης Πεύκης η χαρά,
της Τροόδου να γενεί Ηλιόλουστη ημέρα;
Μες στις βαθιές, τις καταπράσινες κοιλάδες,
οι αετοί πώς λεύτεροι να τραγουδούν
περήφανοι στον ανέγγιχτο αγέρα;
Την άλλη γη, τη σκλαβωμένη στο Βορρά
με τη βροχή που να την βρει, τη δόλια, την καημένη;
Ως πότε τα κελαριστά νερά και τα
ποτάμια χαμηλά τα αδέλφιά τους
σα πάνω στο Βορρά θα ψάχνουν να ’βρουν αγκαλιά;
Διαλέγουν άραγε οι ιχθύες σε τίνος ψαριά θα διχτυωθούν;
Μήτε τα δελφίνια, μήτε οι φώκιες τη θάλασσα διαχωρίζουν,
σε Ελληνική ή Τουρκική, ως Κυπρία,
αεί κι αμνημόνευτα Μάνα μονάχα την γνωρίζουν!
Ως πότε του πυρόχρου γύπα τα φτερά,
μια ρότα τ΄ Ανέμου χαμένα όνειρα,
τη μοίρα τους θε να ξεγελά;
Κείθε στο Μοναστήρι Κύκκου,
το Άγιον εικόνισμα της Παναγιάς δακρύζει,
γιάντα πιστοί Της εχάθηκαν πολλοί
εκ του χωρίου Λευκονοίκου.
Θωρεί την Αμμόχωστον νεκρή,
τα στοιχειωμένα γέλια, τα δάκρυα
που χάθηκαν σαν όμορφη κοπέλλα.
Τη Φρίκη που απλώθηκε θηριωδίας τρέλλα.
Πιο πέρα να άνθρωπε δες θρηνεί και το Μπογάζι,
ακίνητο να νοσταλγεί του παρελθόντος νάζι.
Μα όρα και πιο πέρα την όμορφη Κυρήνεια,
η πόλις είν’ του Πράξανδρου,
με λιμανάκι ακριβό, τη θάλασσα γαλήνια.
Θρηνεί πιότερο η εικόνα Της, οι ασπρισμένοι τοίχοι
γκριζάρανε εις το χωρίον Όρκα,
Ελλήνων είναι η Ψυχή, ποίημα του Φρεντερίκο Λόρκα.
Σιμά θωρείς νεκρά τα άδενδρα τα Λιβερά,
τα άνυδρα πια Βασίλεια.
Φόντο του Πενταδάχτυλου τα αγέρωχα βουνά,
που σκιάζουν σα τη γρίλλια!
Δακρύζει κι ο μικρός Χριστός,
θωρεί κλειστή τη Μονή του Αντιφωνητή,
κατατρεγμένης μάρτυρος
το χωρίον Καλογραία,
το Κάρμι που πουλήθηκε στους Σάξωνες
απ’ τον Εισβολέα!
Τους νερομύλους που αργούν, τ’ αργίλου τα πετρώματα,
στο κεφαλόβρυσο Κυθρέα.
Θρηνεί κι ο Σταυραητός, ο ήρωας Αυξεντίου,
στα όμματά του η Λύσις ανελεύθερη,
δικόν του που κατακτήθηκε το όμορφο χωρίον.
Δακρύζει κι η κόρη του Θεού, η αθώα η Κυπρία,
της Μόρφου πλέον η ομορφιά
δούλα γραφτόν εγίνηκε αντί στο θόλο
του Ουρανού μητέρα Παναγία.
Τα πάντα στα βάσανα πνιγμένα,
θρηνούν από αλλοτινούς καιρούς
όνειρα θαμπωμένα.
Φευ, πώς ομοιάζουν νεκρά
στη Λήθη ούλα τους ξεχασμένα.
Το Αββαείον του Μπέλλα-Παϊς,
με το ομώνυμον χωρίον,
το Τάγμα που ετάχθηκε στον Άγιο των Δακρύων.
Το κάστρο της Καντάρας,
Δεσπότης πάντα βορινός, Προστάτης της Αντάρας.
Ως πειρατής θωρεί
μιας κόρης άθαμπη οπτασία,
λεβέντικα τους μύθους να παραφυλά
σ’ όλη την Καρπασίαν.
Του θρυλικού Οθέλλου ο Πύργος,
ο ονομαστός της Βενετιάς ο Στρατηγός,
του Σαίξπηρ ο ηθοποιός, της Αμμοχώστου
σιωπηλός ταξιδιώτης, ψυχογιός.
Του Τεύκρου το κοντάρι, η αρχαία Σαλαμίς
Ελλήνων, μόνη παινεύεται, ασύγκριτο καμάρι.
Το Κάστρον του Αγίου Ιλαρίωνα,
που ασεβώς μνημείο του Αττατούρκ
κρύβει το Φως, στην όμορφη Κυρήνεια.
Μα να σε Οθωμανών ζυγό,
κείται η Ορθόδοξη η Πίστη,
χρόνους πολλούς χρειάζεται,
Θεού το άγραφτον γραφτόν,
για να ορθοποδήσει.
Το Μοναστήρι, το ξακουστό,
του Αγίου Ανδρέα θαυμάτων οχυρόν,
στης Καρπασίας τ’ άκρον,
της φτωχικής Μαρίας ολάκερης της Κύπρου
φυλαχτόν δεμένο στέκει και σκυφτόν.
Το Μοναστήρι τ’ Απόστολου Βαρνάβα,
της Εκκλησιάς της Κύπρου ιδρυτού,
το Άγιον σκήνωμα πως γίνηκε
των αλλοθρήσκων Χάνι!
Μουσείο των επισκεπτών εορτή,
χρόνος δε θα το γιάνει!
Η Εκκλησιά της Αγίας Αναστασίας
και το δημοτικόν εις Λάπηθον,
ζητιάνοι μωρέ εγίνηκαν των τουριστών Παρίας.
Η Εκκλησιά τ’ Αρχαγγέλου Μιχαήλ
εις στο Λευκόνοικο θρηνεί κατεστραμμένη,
νεκρή εις στους άχραντους χρόνους
σύρεται άσπλαχνα αφημένη.
Η Εκκλησιά τ’ αγαπημένου Αγίου Μάμα,
εις Μόρφου θωρείται πια νεκρή αναμένοντας
το χρεωστούμενον και του Κυρίου θαύμα.
Το Μοναστήρι το Βυζαντινόν
του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου,
εις την Κυρήνειαν ολοσχερώς κατεστραμμένον,
και κείνος αδίκως διωχθείς, λάφυρο του πολέμου.
Τίποτε δεν αφήσαν του Χριστού
οι βάνδαλοι-Οθωμανοί να στέκει πια ορθίως,
μόνο τη βαρβαρότητα ως διδαχή
καλώς πως την εδέχονται και ζούνε μακαρίως!
Γύρνα το χρόνο Διγενή και πέταξε τον λίθον.
Οι Οθωμανοί μαθαίνουν
τη ζήση χωριστά και στης Εδέμ τον Κήπον.
Τούτα εμαρτύρησα γραπτώς,
με σέβας εις τα πεπραγμένα του αρχαίου Ζήνωνος,
του εκ Κιτίου προερχομένου μέγα δάσκαλου των Στωϊκών.
Μα περσότερο με την Αγάπη της Πίστεως μου,
ταπεινώς προσευχόμενος εις στο Άγιον Εικόνισμα
της Παναγιάς του Κύκκου, της Παναγιάς Χρυσορρογιάτισσας
εις Πάφον, της Παναγιάς της Ασίνου και του Σίντι.
Φόρο τιμής ομοίως αποτίω κι εις
το χωρίον Παναγιά, γενέτηρος του
αξιομνημονεύτου Αρχιεπισκόπου των Κυπρίων, Μακαρίου,
που τα ράσα του Θεού ετίμησε ως νέος Παπαφλέσσας.
Ο Θεός κι η Ελευθερία
δια εσάς είναι η προσευχή μου.
Δεν Ξεχνώ !!!
Στους χρόνους των Αιώνων
Κυπρίοι αδελφοί μου ,
αλήθεια πάμπολλα γνωρίσατε δεινά.
Αγνοήστε της Προδοσίας
το πικρόν αγέλαστον ποτήριον.
Τούτο οι πολιτικάντηδες
αναίσχυντα και μαθημένοι,
ως Εφιάλτες πάντοτε το κερνούνε.
Ο Έλλην, όμως δεν ξεχνά,
αδόλως θα χύσει το αίμά του
δια εσάς, αγογγύστως.
Δεν Ξεχνώ !!!
Ολίγιστοι πάντα εξ αυτών,
αλήθεια είναι ξεχωρίζουν.
Μα ο ντουνιάς ολάκερος
γνωρίζει ότι καρδιά Λεόντων
τούτοι έχουν, μυριάδες εσαεί
λοιπόν είθισται να λογίζονται.
Στα στήθια τους, όπως εσείς
μία Πατρίδα μόνο εσυλλογίζονται.
Ένα Θεό Τριαδικό πιστεύουν
κι υπηρετούν.
Κείνον του Ισαάκ, του Σολωμού.
Δεν έπαψαν να ξεχνούν πως σε ίδια
ατραπόν αργά ή γρήγορα
η Φυλή μας γραφτόν είναι πάλι να βαδίσει.
Στη νέα μάχη των Εθνών
Χριστόν είναι γραφτόν
η αγαπημένη νήσος πάλι να προσκυνήσει.
Και τότε η Σημαία που ο πρώτος λεβέντης
θα κρατά, μία προσήκει να ‘ναι.
Κυπρίαν κι Ελληνικήν ομοίαν εστί καρδίαν,
γιατί στον ίδιο, Κυανόλευκον Ιστόν
τις χείρες μας και τις ψυχές τις ένωσε,
η Μάνα Παναγίαν.
Τι κι αν αυτές οι θύμησες είναι πικρές και πονάνε.Είναι εδώ για να θυμόμαστε και να μην ξεχνάμε όσο και αν βολευόμαστε στο μικρόκοσμό μας...
Η συνέχεια είναι εδώ με αγώνες!!!!!!!
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα