Δύο τουρκικά πανεπιστήμια, το ιδιωτικό αγγλόφωνο Μπίλκεντ (Bilkent Univer-sity) και το κρατικό αγγλόφωνο Πολυτεχνείο της Μέσης Ανατολής (Middle East Technical University-METU) περιλαμβάνονται εφέτος στον κατάλογο των διακοσίων κορυφαίων πανεπιστημίων που εκδίδει περιοδικώς το Times Higher Education Supplement. Το Μπίλκεντ βρίσκεται στην 112η θέση, ενώ το METU στην 183η. Η παρουσία δύο τουρκικών πανεπιστημίων υπογράμμισε με τον τρόπο της την παντελή απουσία ελληνικών πανεπιστημίων από τον σχετικό κατάλογο.
Πού στηρίζεται όμως αυτή η επιτυχία; Δεδομένου του διαλόγου για την αναμόρφωση της ανωτάτης παιδείας στην Ελλάδα, αξίζει να εγκύψει κανείς στον τρόπο με τον οποίο τα κορυφαία τουρκικά πανεπιστήμια επιδιώκουν την ακαδημαϊκή αριστεία. Κλειδί αποτελεί η αξιολόγηση του διδακτικού προσωπικού. Κάθε καθηγητής κρίνεται ετησίως βάσει τόσο της διδακτικής του επάρκειας, όσο και του ερευνητικού του έργου. Η επιτυχής διδασκαλία και το πλούσιο ερευνητικό έργο αποτελούν προϋπόθεση για την μονιμοποίηση και προαγωγή στα δημόσια ιδρύματα, ακόμη και για την ανανέωση της σύμβασης εργασίας στα ιδιωτικά.
Για την κρίση του διδακτικού έργου λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι απόψεις των φοιτητών οι οποίες υποβάλλονται γραπτώς και ανωνύμως στο τέλος του εξαμήνου και γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας υπό συνθήκες που εγγυώνται το αδιάβλητο της διαδικασίας. Τα αποτελέσματα της φοιτητικής αξιολογήσεως αναρτώνται στις σχετικές ιστοσελίδες των μαθημάτων και είναι προσβάσιμες σε όλη την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Οσον αφορά το ερευνητικό έργο, αυτό θεωρείται εξίσου σημαντικό με το διδακτικό. Το πανεπιστήμιο διαθέτει στα μέλη του την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή (βιβλιοθήκες, πρόσβαση σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων κ.λπ.), καθώς και τον αναγκαίο χρόνο για τη διεξαγωγή της έρευνας και τη συγγραφή των πορισμάτων της. Για τη διασφάλιση του ποιοτικού ελέγχου του ακαδημαϊκού έργου προτεραιότητα λαμβάνουν οι δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, τα οποία έχουν συμπεριληφθεί στους δείκτες SCI, SSCI και AHCI του κορυφαίου παγκοσμίως οίκου πιστοποίησης Thomson Scientific. Η διδασκαλία και η έρευνα σε γλώσσες άλλες από την τουρκική -αγγλική κυρίως, αλλά και γαλλική και γερμανική- δεν θεωρείται προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργό συμμετοχή των πανεπιστημίων στις διεθνείς ακαδημαϊκές εξελίξεις.
Για την υποστήριξη του ερευνητικού έργου λειτουργεί το Τουρκικό Ιδρυμα Επιστήμης και Ερευνας (T„BITAK) το οποίο γενναιόδωρα χρηματοδοτεί ερευνητικά προγράμματα σε όλους τους τομείς των θετικών, ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα χρήματα αυτά προέρχονται από ιδίους κρατικούς πόρους και δεν πρέπει να συγχέονται με την παράλληλη χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα.
Και κάτι τελευταίο: η επιτυχημένη λειτουργία των κορυφαίων τουρκικών πανεπιστημίων οφείλεται και στην άνθηση του θεσμού των προτύπων σχολείων. Τα πρότυπα δημόσια σχολεία μέσης εκπαίδευσης (Anadolu Liseleri) τα οποία λειτουργούν σε κάθε πρωτεύουσα νομού τροφοδοτούν κάθε χρόνο με χιλιάδες αριστούχους την τουρκική ανώτατη παιδεία. Αντίθετα με ό,τι ίσως πιστεύεται, οι καλύτεροι φοιτητές των τουρκικών ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν είναι συνήθως απόφοιτοι ιδιωτικών σχολείων και γόνοι της οικονομικής και πολιτικής ελίτ της χώρας, αλλά απόφοιτοι προτύπων δημοσίων σχολείων και γόνοι μεσοαστικών και μικροαστικών οικογενειών που σπουδάζουν ως υπότροφοι.
Καμία επιτυχία λοιπόν δεν είναι τυχαία. Τα παραπάνω δεν αποτελούν μέρος ενός μεγαλοφυούς σχεδίου, αλλά μάλλον επιταγή του κοινού νου. Η Τουρκία έχει αντιληφθεί τη σημασία της παιδείας και της έρευνας ως στρατηγικού εργαλείου ανάπτυξης και ευημερίας, επενδύει αναλόγως σε αυτόν τον στόχο και δρέπει τους καρπούς. Η Ελλάς ακούει;
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
|