Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Χριστουγεννιάτικη ιστορία με καλοκαιρινή σκηνή - της Ελένης Κοφτερού

Αρχική | Τα δικά σας άρθρα | Χριστουγεννιάτικη ιστορία με καλοκαιρινή σκηνή - της Ελένης Κοφτερού

Καθόταν στο ξεχαρβαλωμένο παγκάκι μπροστά στην είσοδο της τράπεζας, προσπαθώντας να πιεί μερικές γουλιές από τον ελενηκαπουτσίνο που είχε αγοράσει σε πλαστικό. Έλα όμως που ήταν καυτός! Την είχε ξαναπατήσει έτσι, να κάψει τη γλώσσα της  από καυτό καπουτσίνο και τώρα πρόσεχε πολύ. Μα γιατί τον κάνουν τόσο καυτό; Δε σκέφτονται οι ηλίθιοι ότι δε μπορείς να τον πιείς; Σκέφτηκε να γυρίσει στο καφέ, να ζητήσει να της βάλουν ένα παγάκι, αλλά μετά ντράπηκε, θεώρησε τη σκέψη της πολύ γελοία, άσε που βαριόταν.

Άναψε ένα τσιγάρο και άφησε το πλαστικό ποτήρι δίπλα της μήπως και κρυώσει λίγο, μέχρι ν’ ανοίξει η Τράπεζα.

Τα νεύρα της είχαν κάνει την εμφάνισή τους από το πρωί σαν ενοχλητικά σύννεφα που κρύβουν τον ήλιο. Ήταν εκεί για να διεκπεραιώσει μια υπόθεση του προϊσταμένου της κι αυτό την εκνεύριζε αφάνταστα. Ένιωθε  άβολα, αμήχανα, καταπιεζόταν, να πρέπει να πάει κατευθείαν στον διευθυντή της Τράπεζας και να του πει τη φράση: Έρχομαι εκ μέρους του προϊσταμένου μου του κ. τάδε κ.λ.π. κ.λ.π. Αυτή που όταν ήταν φοιτήτρια, έγραφε και φώναζε συνθήματα στα οποία οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι δε  βρίσκονταν σε καλή, ή μάλλον σε ζωντανή κατάσταση. Καλά μη συζητήσουμε για τις τράπεζες. Πάνω στην νεανική επαναστατική της ορμή, θα τις ήθελε καμένες.

Αλλά ούτε και τολμούσε ν’ αρνηθεί στον Προϊστάμενο της την αγγαρεία αυτή, αφού μια φορά που το έκανε,  παραλίγο να την καλέσει σε απολογία ο μαλάκας.

Τον θυμό της διαδέχθηκαν οι  τύψεις γιατί  θεώρησε τον εαυτό της απαράδεκτη γκρινιάρα  που αντί να χαίρεται που έχει δουλειά ενώ άλλοι απολύονται, είναι άνεργοι, ή δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες, αυτή έκλαιγε τη μοίρα της για μικροσυμβιβασμούς.

Τι να πούνε ρε και οι καθαρίστριες; Οι εργάτες των απορριμματοφόρων;

Σκέψου μόνο πόσο έκλαψες όταν βγήκανε από τον παραλίγο τάφο τους ζωντανοί οι ανθρακωρύχοι της Χιλής, έλεγε στον εαυτό της σε μια προσπάθεια να ανακτήσει την ηρεμία της έστω σ’ ένα βαθμό. Καλά, τότε είχε ντραπεί απίστευτα για τις δικές της γκρίνιες και ψυχολογικές μεταπτώσεις.  Αυτομαστιγωνόταν για την έμφυτη γκρίνια της.

 

Έτσι ήταν η Φλώρα. Είχε ψυχολογικές μεταπτώσεις, εντελώς  ήσυχη, ήρεμη και ξένοιαστη δεν μπορούσε να είναι ποτέ. Όταν ήταν μικρή, αυτό την γοήτευε και την τρέλαινε μαζί, όπως και τους γύρω της, αλλά ήταν το κομμάτι του εαυτού της που αγαπούσε, που την έκανε να ασχοληθεί ενεργά με το κίνημα, να θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο, να θέλει να μάθει, να γευτεί, να γνωρίσει τόπους, ανθρώπους. Ακόμη έχει το σημάδι από τον ευτυχώς ελαφρύ τραυματισμό της στη Γένοβα και νιώθει περήφανη γι αυτό, το δείχνει με κάθε ευκαιρία, μάλιστα έκανε κι ένα μικρό τατουάζ λίγο παρακάτω για να το βλέπουν όλοι. Αλλά τώρα στα 30 της πολλά είχαν αλλάξει. Το κίνημα την απογοήτευσε, η δουλειά που δυσκολεύτηκε πολύ να βρει δεν της άρεσε και απ’ ότι ένιωθε είχε κουράσει τους ανθρώπους που την αγαπούσαν, αφού κι αυτή προ πολλού είχε κουραστεί απ’ αυτούς.

Αυτά σκεφτόταν και κοιτούσε εκνευρισμένη το ρολόι της. Ακόμη 7:50.

Θυμήθηκε ότι και σαν παιδί είχε τέτοιες στιγμές, αγωνιώδους βαρεμάρας και λαχτάρας να περάσει ο χρόνος, ειδικά όταν περίμενε τον μπαμπά της να γυρίσει απ’ τη δουλειά.

«Πως γίνεται και μερικές ώρες περνάνε γρηγορότερα από άλλες;» ρωτούσε με ειλικρινή απορία τη μαμά της. Τότε που ήταν πολύ αθώα για να ξέρει ότι ο ‘χρόνος είναι χρήμα’, ή ότι ο χρόνος περνάει χωρίς να κοιτά τη δική μας μελαγχολία

«Κάποιες είναι πιο βιαστικές, τρέχουν να προλάβουν την ευτυχία, ενώ οι άλλες είναι αργοκίνητες, καθυστερούν γιατί κρύβονται από τη στενοχώρια» της απαντούσε η μάνα της κι αυτή δεν καταλάβαινε τίποτε. Αλλά τώρα που το σκεφτόταν της άρεσε τόσο πολύ αυτή η απάντηση της μαμάς της. Χαμογέλασε στη σκέψη της.

Για να σπρώξει, αυτό το ηλίθιο δεκάλεπτο χάζευε τον κόσμο που μαζευόταν έξω από την Τράπεζα, και δεν ήταν και λίγοι γιατί ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Κι ο βρωμοκαπουτσίνο, ακόμη να κρυώσει!!

Έβγαλε κι άλλο τσιγάρο από την τσάντα της. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν  να το ανάψει με τη φλόγα να ζεσταίνει τα  ρουθούνια της και να πετάγεται  σε απόσταση χιλιοστού από  τη φράντζα των μαλλιών της, πήρε το μάτι της μια γριά που ένιωσε ότι την έχει ξαναδεί.

Αυτό το αίσθημα οικειότητας, ότι δηλαδή ξέρει κάποιον χωρίς να θυμάται από πού, το ένιωθε συχνά, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στα μαγαζιά. Αλλά μ’ αυτή τη γριά ήταν κάπως παράξενο. Έντονο και κατά κάποιο τρόπο προσανατολισμένο όχι σε καθαρή  περιέργεια, αλλά σε κάτι άλλο, κάτι απροσδιόριστο,  ζεστό και παρηγορητικό. Κόλλησε τα μάτια της πάνω της μήπως και θυμηθεί που την ξέρει κι άρχισε να την παρατηρεί. Ήταν η πιο όμορφη γριά που είχε δει. Ένα κοριτσάκι σε συσκευασία γριάς. Αδύνατη και κοντή μ΄ ένα προσωπάκι γεμάτο ρυτίδες, όχι όμως απ’ αυτές που θέλει κανείς να τις εξαφανίσει, που πέφτουν θύματα botox και κολλαγόνου, αλλά  τις άλλες που είναι σαν πιετούλες καλοστρωμένες σε  κουκλίστικο φουστανάκι, οι οποίες αν χαλάσουν, χάνεται η ομορφιά του ρούχου και της κούκλας μαζί. Τις ρυτίδες στόλιζαν μια καλογραμμένη μικρή μυτούλα και τεράστια καστανά μάτια εντοιχισμένα σε ελαφρώς μωβ σακουλίτσες. Μαλλιά κατάλευκα, λαμπερά,  κομμένα πολύ κοντά και χέρια νευρώδη, γεμάτα πανάδες και λεκέδες της ηλικίας, πεντακάθαρα και περιποιημένα,  κρατούσαν σφιχτά ένα βιβλιαράκι το οποίο όμως δεν  ήταν της Τράπεζας.

Έσπαγε το κεφάλι της να θυμηθεί που την ξέρει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα κι έτσι συνέχισε να την παρατηρεί και να αναρωτιέται τι ήταν αυτό που έκανε τη γριά να φαντάζει τόσο όμορφη στα μάτια της. Η ανύποπτη γυναίκα μη ξέροντας ότι έχει πέσει θύμα παρακολούθησης της παράξενης ηρωίδας μας, ακούμπησε στον τοίχο ακριβώς δίπλα στην πόρτα της τράπεζας στηριζόμενη πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι της. Φορούσε κάτι φθαρμένα καφέ άνετα παπούτσια απ’ αυτά που πουλιούνται στα φαρμακεία και οι απομιμήσεις τους στα παζάρια. Κάτω από το πανωφόρι της, ένα βυσσινί παλτουδάκι εικοσαετίας απ’ ότι υπολόγιζε η Φλώρα,  το οποίο  έλαμπε από καθαριότητα κι είχε εκείνη την ελαφριά τραχύτητα που έχουν τα χειμωνιάτικα ρούχα που βουρτσίζονται συχνά, φαινόταν μια μαύρη φούστα.

Συνέχισε να την κοιτάζει, αλλά όταν η γριά γύρισε το βλέμμα της προς το μέρος της, η Φλώρα  ντράπηκε και άρπαξε τον καπουτσίνο. Πρόλαβε όμως να δει το βλέμμα της γριάς και  συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν!! Το βλέμμα της, η ματιά της  που έλαμπε!! Καθαρό, γαλήνιο βλέμμα, σαν να χάιδευε ό,τι έβλεπε. Στη διαδρομή των ματιών της αιωρούνταν σαν μόρια σκόνης, μικροσωματίδια καλοσύνης, πραότητας και στωικότητας, χωρίς τη μιζέρια των γηρατειών, χωρίς το βάρος και τη γκρίνια που κουβαλάνε όχι μόνο οι πραγματικά ηλικιωμένοι, αλλά και πολύ νεώτεροι άνθρωποι που δε μπορούν να δεχτούν το γήρας.

Αυτό το βλέμμα θα μπορούσε να σταματήσει και χειροβομβίδα κρότου-λάμψης,   σκέφτηκε. Πόσο λίγους ανθρώπους είχε συναντήσει στη ζωή της με τέτοιο βλέμμα!! Κάποιους απ΄ αυτούς  τους λίγους τους είχε ερωτευτεί κιόλας.

Έτσι  απολάμβανε την εικόνα της γριάς με το μυθιστορηματικό βλέμμα, έχοντας βέβαια μέσα της και την ακίδα της αμφιβολίας, μήπως τα φαντάζεται όλα αυτά, μήπως την εξωραΐζει και την ντύνει με πέπλα αθωότητας, γιατί έτσι θα ήθελε να είναι όλοι οι ηλικιωμένοι, μη μιλήσουμε και για τις άλλες ηλικίες!!!

Ξαφνικά χωρίς να το καταλάβει, μέχρι ν’ ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρά της, χάλασε το κάδρο-εικόνισμα της γριάς. Απρόσκλητη πέρασε την κορνίζα μια άλλη γριά,  απίστευτα διαφορετική από την προηγούμενη  και στάθηκε δίπλα της όπως κάνουν κάποιοι που θέλουν να μπουν οπωσδήποτε στο πλάνο που τραβάει ο καμεραμάν και κάθονται για κάποια δευτερόλεπτα δίπλα στον πρωταγωνιστή, ίσα ίσα για να χαλάσει η σκηνή. Εδώ όμως δε γινόταν γύρισμα και η δεύτερη γριά ήταν εκεί, να δημιουργεί τόσο μεγάλη αντίφαση με την πρώτη που της θύμισε πλάνο από ταινία του Αγγελόπουλου ή του Μπέργκμαν.

-Μα τι παίζεται σήμερα με τις γριές; σκέφτηκε.  Πλάκα μας κάνει ο θεός της  ανίας και της καθημερινότητας; Με τα νεύρα μας παίζει;

Θα φανεί πολύ κοινότυπο - αλλά αυτή είναι η περιγραφή που προσεγγίζει περισσότερο την πραγματικότητα - η άλλη γριά ήταν σαν να τόσκασε από παλιομοδίτικο παιδικό παραμύθι, αυτά με τις κακές μάγισσες. Μαυροντυμένη, απεριποίητη, σχεδόν βρώμικη αρκετά εύσωμη, ήρθε με αποφασιστικό βήμα και γρήγορες κινήσεις να πιάσει μια θέση στον τοίχο  δίπλα στην άλλη γριά. Μάλιστα, καθώς κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο, σε θέση ξεκούρασης, έσπρωξε ελαφρά την άλλη, η οποία είχε ήδη μετακινηθεί κάποια εκατοστά, από μόνη της για να της κάνει χώρο. Κοίταξε με καχυποψία γύρω της κι αμέσως μετά το ρολόι της. Κρατούσε ένα μαύρο φθαρμένο τσαντάκι από δερματίνη, μεγαλύτερο από πορτοφόλι και μικρότερο από κανονική τσάντα.

Εννοείται ότι η Φλώρα  είχε εξιταριστεί περισσότερο τώρα και κοιτούσε σχεδόν απροκάλυπτα τις δυο γριές. Εξέταζε και τις δυο όχι μόνο με τα μάτια αλλά  με τεντωμένες όλες τις αισθήσεις, προσπαθούσε ν’ ακούσει έστω κι ένα τρίξιμο από τα κόκαλά τους  ή να μυρίσει την δυσάρεστη μυρωδιά της άσχημης γριάς.

Σ΄ αυτήν τη δεύτερη, δεν ήταν η ασχήμια που την ενοχλούσε πάνω της, εξάλλου η Φλώρα  έβλεπε την ομορφιά, εκεί που άλλοι αδιαφορούσαν ή γυρνούσαν το κεφάλι τους.

Ήταν η φιγούρα της, που είχε μια  αύρα μοχθηρίας,  μια κίνηση καχυποψίας και φόβου και μια στάση ειρωνείας και απαξίωσης των γύρω της. Έσφιγγε τόσο σφιχτά το τσαντάκι και μάλιστα με τα δυο χέρια - κάτι που έσπαγε τα νεύρα της ηρωίδας μας η οποία δεν πίστευε στην ιδιοκτησία - έτσι που  η δερματίνη είχε πάρει το σχήμα των δαχτύλων της στο σημείο που το κρατούσε, κοιτώντας με βλέμμα παγωμένο και χτυπώντας ρυθμικά το δεξί πόδι της από τον εκνευρισμό της αναμονής.

Η άλλη γριά χωρίς να δείχνει να ενοχλείται καθόλου από την παρουσία της συνέχιζε να περιμένει ήρεμη  μετατοπίζοντας κάθε τόσο το κέντρο βάρους της από το ένα στο άλλο πόδι.

«Κάποιος παίζει με τα νεύρα μου και το ψώνιο μου» ξανασκέφτηκε, αφού το ψώνιο της ήταν να παρατηρεί τους άλλους.

Επιτέλους η ώρα πήγε 8:02 και άνοιξε η κωλοτράπεζα. Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει μέσα και οι δυο γριές επίσης. Όπως ήταν αναμενόμενο  η καλή γριά έκανε ένα  βηματάκι πίσω για να δώσει το χώρο στη άλλη να την προσπεράσει.

Η ηρωίδα μας δε βιάστηκε και πολύ, αφού δεν ήθελε να πετάξει και τον καπουτσίνο, τώρα που εδέησε να κρυώσει. Ωστόσο ήπιε δυο γρήγορες γουλιές και τον πέταξε γιατί περισσότερο απ’ τον καπουτσίνο δεν ήθελε να χάσει απ’ τα μάτια της τις γριές. Τις πρόλαβε την ώρα που έκοβαν το χαρτάκι από το μηχάνημα. Η «κακιά» μπροστά και η «καλή» πίσω της.  Για δευτερόλεπτα δεν έχασε τη σειρά της πίσω από την καλή. Ευτυχώς!!! σκέφτηκε. Έκοψε κι αυτή ένα χαρτάκι και περίμενε στην ουρά μαζί τους, αντί να πάει  κατευθείαν στο γραφείο του διευθυντή, όπως έπρεπε να κάνει.

Κι άλλες φορές είχε ξεφύγει απ’ αυτά που έπρεπε να κάνει, γι’ αλλού ξεκινούσε κι αλλού βρισκόταν, αλλά σχεδόν πάντα, έρωτας ή το κίνημα, ήταν η αιτία.

Τώρα η αιτία ήταν η περιέργεια και η απροσδιόριστη οικειότητα που ένιωσε για τη γλυκιά γριά. Τα  νούμερα άρχισαν ν’ ανάβουν στα φωτισμένα πλαίσια πάνω από τα ταμεία , αλλά εκείνη, μόνο «που την ξέρω;» «που την ξέρω;» μπορούσε να διαβάσει και ήταν σχεδόν καθηλωμένη πίσω από τις γριές.

Πρώτα άναψαν το 1, 2, 3 κα οι τρεις πρώτοι πελάτες πήγαν με το χαρτάκι στο χέρι, στα ταμεία εξυπηρέτησης. Η ηρωίδα  μας φοβόταν μήπως δεν καταφέρει ν’ ακούσει τι συναλλαγή θα  κάνουν.

Ωστόσο σήμερα,  τουλάχιστον σ’ αυτό το θέμα, ο νόμος του Μέρφυ δεν εμφανίστηκε και ο θεός των πιθανοτήτων ήταν με το μέρος της. Σχεδόν ταυτόχρονα άναψαν το 7, 8, 9 δηλαδή τα δικά τους νούμερα. Έψαξε βιαστικά στην τσάντα της να βρει το βιβλιάριο της ή έστω την κάρτα για να κάνει τουλάχιστον μια μικρή συναλλαγή,  μην ξευτιλιστεί μπροστά στο ταμείο κι ευτυχώς βρήκε την κάρτα αναλήψεων.

Με ανάλαφρο, ήρεμο και σταθερό βήμα  προχώρησε η γριά-μπιμπελό  προς το ταμείο, όπως και η άλλη η οποία σχεδόν έτρεξε, σφίγγοντας πάντα το τσαντάκι της.

Η συμπαθητική, έδωσε το παράξενο βιβλιαράκι της και με φωνή απαλή, σταθερή με μια ευγένεια λουσμένη στην  αξιοπρέπεια και χωρίς ίχνος δουλοπρέπειας είπε:

-Σας παρακαλώ, θα ήθελα να εισπράξω το επίδομα της Πρόνοιας. Αν  δεν κάνω λάθος σήμερα πληρώνεται.

Η υπάλληλος φάνηκε ότι τη γνώριζε και της απάντησε με χαμόγελο: --_Ευχαρίστως, κυρία Ελευθερία. Το γύρισμα της φανταστικής ταινίας συνεχιζόταν!!!

Ακόμη και τ’ όνομά της περιέχει συμβολισμό, ξαφνιάστηκε η Φλώρα!!

Της μέτρησε 297 ευρώ και 30 λεπτά. Τα πήρε, τα έβαλε στην τσέπη της αφού δεν κρατούσε τσάντα, υπέγραψε σ’ ένα χαρτί κι έφυγε.

Η ηρωίδα μας βρισκόταν σε υπερδιέγερση καθώς είχε τεντώσει τ’ αυτιά της, ένιωθε ότι σε λίγα λεπτά είχαν γίνει σαν αυτιά μικρού ελέφαντα κι είχε τους ακουστικούς της πόρους στραμμένους και στις δυο πλευρές.

Στο άλλο ταμείο  η μαυροντυμένη κατσουφιασμένη γυναίκα  είχε βγάλει τρία  πακέτα με 100ευρα πιασμένα με μια ταινία  η οποία έγραφε πάνω 10.000!!

What? Άναψε πάλι φωτεινή πινακίδα στο μυαλό της 30.000; Πω πω!!! Ποτέ δεν είχε ξαναδεί τόσα λεφτά μαζεμένα. Η γριά έβγαλε τις ταινίες και τα μέτρησε χαϊδεύοντας σχεδόν  τα χαρτονομίσματα σαν θηλυκός Σκρουτζ  Μακ Ντακ με σάρκα και οστά.

-Κατάθεση 30.000 ευρώ ακούστηκε η αποκρουστική φωνή της, χωρίς ‘παρακαλώ’, χωρίς ευγένεια χωρίς καμία συστολή. Στην προστακτική και τον τόνο της έκρυβε και το «Γρήγορα, μην χαζεύεις!!!»

Η υπάλληλος δε μπορούσε να κρύψει τη δυσφορία της, μάλλον εξαιτίας της  άσχημης  μυρωδιάς της αλλά και του απαράδεκτου ύφους της.

Καθώς της πέταξε το βιβλιάριο της πέταξε κι ένα:

-Να μου περάσεις και τους τόκους, την άλλη φορά μου είπες ότι ήταν χαλασμένο το μηχάνημα. Με ταλαιπωρείτε γριά γυναίκα!!! Σήμερα δεν φεύγω, αν δεν τους περάσετε.

-Μάλιστα κυρία μου, θα τους περάσουμε, απάντησε σχεδόν δουλικά αλλά γεμάτη αηδία η υπάλληλος.

Εντωμεταξύ ο διευθυντής - δεν είναι σίγουρη αν άκουσε κάτι, αν είδε κάποια κινητικότητα σε εκείνο το ταμείο, ή αν ήταν απλά σύμπτωση - σηκώθηκε, προχώρησε προς την αποκρουστική γριά και της έσφιξε το χέρι με πολύ μεγαλύτερη δουλικότητα από την υπάλληλο.

«Ένα σωρό απολυμαντικό θα χρειαστεί για τα χέρια του» σκέφτηκε η Φλώρα.

Ένα κύμα οργής, ταξικού μίσους (προς άσχημες τσιγκούνες γριές;) κάτι παλιές ξεχασμένες εφηβικές κραυγές έκαναν την εμφάνισή τους κι αυτό της  βγήκε σε κοκκίνισμα στο πρόσωπο. Σε δευτερόλεπτα,  δυο αιωρούμενα πέταλα παπαρούνας κόλλησαν σφιχτά στα μάγουλά της, όταν ένας νεαρός από το δικό της ταμείο της φώναξε:

-Τι θα γίνει δεσποινίς; Ανάληψη; Κατάθεση; Χαζολόγημα; Περιμένει και κόσμος.

Ντράπηκε  τόσο πολύ!! Τα μάγουλά της ήταν σκούρα  βυσσινί τώρα. Ψέλλισε ένα, με συγχωρείτε, κι έτρεξε προς τα έξω.

Περπατούσε γρήγορα προς τη δουλειά της όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε διεκπεραιώσει την υπόθεση με τον διευθυντή.

Σιχτίρισε για άλλη μια φορά από μέσα της, τον δικό της διευθυντή, την τύχη της, την κοινωνία, τον καπιταλισμό, το κωλοσύστημα, τους συμβιβασμούς της,  τον πρώην της  και τέλος αποφάσισε να πάει στον γιατρό για αναρρωτική άδεια γιατί ήταν αδύνατον να πάει με τέτοια κουρελιασμένα νεύρα τώρα στη δουλειά. Άσε που δεν είχε ξεκοκκινήσει ακόμη το πρόσωπό της.

Στο δρόμο σταμάτησε να χαζέψει σ’ ένα πάγκο, όπου ένας Πακιστανός, πουλούσε ψεύτικα κοσμήματα. Της άρεσαν αυτά και μερικές φορές αγόραζε κιόλας τέτοια ψιλοπράγματα για να ξεχαστεί, αλλά κυρίως για να εξαργυρώσει τις ενοχές της που γκρίνιαζε, κι ας είχε τη σταθερή δουλειά της, άσχετα αν δεν της άρεσε, κι ένα αξιοπρεπές σπιτάκι, ενώ ο άλλος ξεροστάλιαζε, μόνος, φοβισμένος, διωγμένος,  πίσω από άσπρα κολιέ και βραχιολάκια φτιαγμένα από μπαλίτσες ψεύτικες και φθηνές -όπως η ζωή που του είχε δοθεί να ζήσει-  που δεν υπήρξαν ούτε πρόκειται ποτέ να γίνουν μαργαριτάρια.

Κι ενώ κρατούσε ένα βραχιολάκι και σήκωσε τα μάτια της να κοιτάξει τον Πακιστανό για να τον ρωτήσει πόσο στοιχίζει, σαν να δέχτηκε ξαφνικά τονωτική ένεση μνήμης, θυμήθηκε που είχε δει τη γριά. Κι όχι μόνο θυμήθηκε, αλλά είχε συγκρατήσει σαν αποθηκευμένο βιντεάκι στο δίσκο του μυαλού της όλη τη σκηνή.

Ήταν πέρυσι στην παραλία που είχε πάει για βόλτα.

Η γριά έψηνε και πουλούσε καλαμπόκια. Αυτή στεκόταν μπροστά και περίμενε να ψηθεί αυτό που είχε παραγγείλει, όταν σταμάτησε ένας αφρικανός που πουλούσε CD για να πάρει ένα, προφανώς νηστικός από το πρωί. Ένα παιδάκι ήταν, το πολύ 19 άντε 20 χρονών, φορτωμένο με μια τσάντα γεμάτη CD και στο χέρι του κρατούσε τα πιο περιζήτητα,  σκυλάδικα απ’ ότι κατάλαβε.

Σταμάτησε μπροστά στην ψησταριά με τα καλαμπόκια αφήνοντας κάτω τον σάκο που κουβαλούσε και ζήτησε ένα καλαμπόκι. Πόσο έχει; τη ρώτησε.

-1,5 ευρώ, αγόρι μου του απάντησε. Να σου βάλω;

-Ναι, θέλω ένα.

Έψαξε σε μια μπανάνα που είχε δεμένη στη μέση του κι έβγαλε το 1,5 ευρώ.

Πήρε το καλαμπόκι του πλήρωσε κι έκανε να φύγει αφού ξαναφορτώθηκε τη τσάντα. Η γριά δε μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τα CD, αυτά που είχε αφήσει κάτω για να κρατήσει το καλαμπόκι. Εκείνος αφού έβαλε την τσάντα,  προσπάθησε να πάρει κι αυτά, με το ένα χέρι,  αφού στο άλλο κρατούσε το καλαμπόκι αλλά δυσκολευόταν. Τότε η γριά σηκώθηκε από τη θέση της τα πήρε από κάτω και του τα έδωσε.

-Τι είναι αυτά παιδάκι μου; Τον ρώτησε

-CD, της απάντησε.

-Δηλαδή;

-Μουσική. You want?

-Δεν ξέρω τι είναι αλλά εγώ για μουσική έχω αυτό το ραδιοφωνάκι και του έδειξε ένα ραδιοφωνάκι-μινιατούρα, με  μια δυσανάλογα για το μέγεθός του μακριά κεραία.

-Από πού είσαι; τον ξαναρώτησε.

-Νιγηρία, απάντησε αυτός.

Μια πούδρα θλίψης σκέπασε το πρόσωπό της, κάνοντας το ακόμη πιο άσπρο απ’ ότι ήταν, γαλακτερό, όπως τα καλαμπόκια πριν στερεοποιήσουν τα σπυριά τους όταν ακόμη χορεύουν με το ρυθμό του αέρα, στο χωράφι,  καλά στερεωμένα πάνω στο φυτό.

-Και πόσο τα πουλάς;

-Τέσσερα γιούρο, της απάντησε

-Θα πάρω ένα αγόρι μου του είπε κι αυτός της τα έδωσε να διαλέξει.

Ήταν φανερό ότι η γυναίκα δεν ήξερε ούτε τι ήταν αφού δεν έκανε τον κόπο να διαλέξει. Πήρε το πρώτο στη σειρά και αμέσως έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της δυο κέρματα των δυο ευρώ.

Έτεινε το χέρι της να του τα δώσει και τότε αυτός την κοίταξε τρυφερά, κι  έκλεισε με το χέρι του, το χέρι της μέσα στο δικό του, φυλακίζοντας τα τέσσερα ευρώ στο δικό της.

Και η Φλώρα  κοιτούσε αποσβολωμένη από τη συγκίνηση, αυτά τα δυο χέρια το γαλατένιο μέσα στο σοκολατένιο, σαν σοκολατένιο γλυκό γεμισμένο με κατάλευκη σαντιγί και μέσα στη σαντιγί το έπαθλο της καλοσύνης σαν πρωτοχρονιάτικο φλουρί, τόσο λίγα και τόσο πολλά μαζί και δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Και σπαζόταν τόσο πολύ να δακρύζει δημόσια!!





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Μια Αλφαβήτα ο δρόμος του Κορωνοϊού - Της Μαρίας Παπαδοπούλου

18 Ιουλίου 2021, 13:24
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την ...

200 χρόνια ελευθερίας 1821-2021 - Της Μαρίας Παπαδοπούλου

07 Απριλίου 2021, 23:51
 Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την ...

Ένα δάκρυ για τον Ντιέγκο - Του Δημήτρη Σουλιώτη

06 Δεκεμβρίου 2020, 05:10
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έφυγε από τη ζωή… Ακούγοντας την είδηση του θανάτου του ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0