Παρίσι, Κλωντ Μονέ - Η σπουδαιότερη αναδρομική έκθεση τα τελευταία 30 χρόνια ενός πραγματικά μοναδικού καλλιτέχνη
H τωρινή, μεγαλειώδης αναδρομική έκθεση αποτελεί ένα πολυδιάστατο αφιέρωμα στο έργο και στην προσωπικότητα του μεγάλου καλλιτέχνη, σχεδόν 80 χρόνια μετά το θάνατό του και τρεις δεκαετίες έπειτα από την αμέσως προηγούμενη αναδρομική παρουσίαση στο Γκραν Παλαί, το 1980. Η έκθεση, που τελεί υπό την υψηλή προστασία του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Νικολά Σαρκοζί, περιλαμβάνει κάπου 200 έργα, παρουσιασμένα έτσι ώστε να επιτρέπουν μια καινούρια, αναθεωρημένη προσέγγιση στο έργο του Μονέ.
Ειδικότερα, η τωρινή παρουσίαση, οργανωμένη από την Ένωση των Εθνικών Μουσείων της Γαλλίας και το Μουσείο του Orsay, με χορηγία της Natixis, ιχνηλατεί και προσδιορίζει τα 60 χρόνια της δημιουργικής πορείας της ιδιοφυούς και θεμελιακής για τη σύγχρονη τέχνη –και όχι απλά για τον ακραιφνή εμπρεσιονισμό– μορφής του Μονέ. Κι αυτό, μέσ’ από μια προσέγγιση εναρμονισμένη με τις ιδιομορφίες τόσο της τέχνης του όσο και της προσωπικότητάς του. Προσέγγιση που εμπεδώνει καινούρια συμπεράσματα, θεμελιωμένα στα ίδια τα έργα –είτε πολύ γνωστά είτε και άγνωστα–, με κομβικό σημείο τη χρονιά 1890 από την οποία κι έπειτα ο απόλυτα πια καθιερωμένος πενηντάρης καλλιτέχνης, ιδιοκτήτης του ξακουστού –χάρη στον ίδιο και τους κήπους που έφτιαξε– Giverny*, δικαιώνει, επανειλημμένα και με ένα ρυθμό που του είναι απόλυτα προσωπικός, τη βαθιά συνοχή όσο και τη μοναδικότητα του έργου του. Συγχρόνως, από το 1890 κι έπειτα, οι αναφορές στον εθνικό και διεθνή Τύπο πολλαπλασιάζονται, οι σπουδαιότεροι έμποροι τέχνης της γαλλικής πρωτεύουσας αμιλλώνται στο να παίρνουν έργα του, τα οποία αγοράζονται πια και από Αμερικανούς συλλέκτες, και μάλιστα σε υψηλές τιμές. Ο ίδιος περιορίζει πια τις μετακινήσεις του μέσα στη Γαλλία και στο εξωτερικό για να επικεντρωθεί στην εξέλιξη και τη σφαιρική ανάπτυξη των ερεθισμάτων του, αποκλειστικά μέσ’ από τις εναλλαγές του φωτισμού στη διάρκεια της ημέρας. Ειδικότερα, το Giverny –όπου ζούσε ήδη από το 1883, χαρισματική πηγή έμπνευσης μέχρι και τα τελευταία αριστουργήματα του κύκλου των «Nymphéas», και τόπος προσκυνήματος μετά το θάνατό του για ένα πολυπληθές διεθνές κοινό– αντιπροσωπεύει τη χαρισματική, σχεδόν μεταφυσική, διάσταση της απόλυτα συμπαγούς ως προς τα χαρακτηριστικά και εικαστικά της ιδιώματα προσωπικότητάς του.
Ειδικά μελετημένος ο τρόπος παρουσίασης της έκθεσης, οδηγεί από την αρχή της σταδιοδρομίας του Μονέ –πρώτη συμμετοχή στο Σαλόνι του 1865– μέχρι την οριακή χρονιά 1890, εφαλτήριο για τις δημιουργίες του, από τότε και πέρα, με όλες τις τυχόν παλινδρομήσεις που στην ουσία φωτίζουν μια διαχρονικά εννοημένη συνοχή… Συνοχή που προβάλλει με επιτυχία στην τωρινή έκθεση που έχει ως κύριο στόχο όχι μια ακαδημαϊκή χρονολογική προσέγγιση ή έστω και αποσπασματική παρουσίαση του έργου του, όπως οι πρόσφατες εκθέσεις στην Ευρώπη και στον Καναδά (Τορόντο, Παρίσι, Λονδίνο 2004-2005, Μαδρίτη, Λονδίνο, Williamstown 2010), αλλά την ανανέωση του βλέμματός μας καθώς και της συνυφασμένης με το ζωγράφο θεώρησής μας. Θεώρηση που εμπλουτίζεται και καταξιώνεται από τη διαπίστωση ότι ο Μονέ, ακόμη και στα έργα που φιλοτεχνούσε μέχρι και δύο χρόνια πριν το θάνατό του, όπως οι «Γλυσίνες», και εκείνα που υπάγονται στην ενότητα των «Νymphéas», εξακολουθούσε να έχει ένα ταλέντο και μια ποιότητα δουλειάς στις επάλξεις.
O καλλιτέχνης, υπερσκελίζοντας κατά πολύ τις επιταγές του εμπρεσιονισμού, του οποίου ήταν ηγετική μορφή –με αρχές που ενορχηστρώθηκαν έκδηλα στο έργο «Impression», soleil levant**, με το οποίο εκπροσωπήθηκε στην πρώτη έκθεση των εμπρεσιονιστών το 1874 στην γκαλερί «Ναντάρ»–, μεταμόρφωσε ριζικά την πρακτική και την αντίληψη της ζωγραφικής του τοπίου. Κι αυτό, γιατί τάχθηκε ενστικτωδώς υπέρ της αλήθειας της αίσθησης, δηλαδή υπέρ της άμεσης αντίδρασης στην παρατήρηση του ερεθίσματος. Συνδετικός κρίκος σε όλα του τα τοπία που αποτελούν και το κύριο μέρος της δημιουργίας του είναι το ότι αντιμετώπισε μέχρις εσχάτων και με μια πρωτοφανή εμμονή την πρόκληση να απεικονίζει τη φύση σε όλες της τις εναλλαγές –σε χρόνο, σε εποχή, σε φως, σε ατμοσφαιρικότητα, κ.ά.– επινοώντας συνεχώς καινούριες λύσεις. Λύσεις απόλυτα εναρμονισμένες με τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε ερεθίσματός του. Λύσεις, τέλος, που αποκαλύπτουν την κλίση του δημιουργού να αφουγκράζεται τον εσωτερικό του κόσμο, καθώς και μια μεταφυσική, από μέρους του, έφεση. Έφεση που, ιδιαίτερα από τα πενήντα του χρόνια και μετά, θα υποβάλλει το συναισθηματικό του κόσμο και τις εκάστοτε συγκινήσεις μέσ’ από το περιβάλλον φως, την ατμόσφαιρα και το χρώμα. Εικαστική προσέγγιση που, ενορχηστρώνοντας μέσ’ από το φως που σχεδόν διαλύει τις φόρμες μια ολοκληρωτικά αφηρημένη γραφή, προαναγγέλλει –σε αντιδιαστολή με τη γεωμετρική αφαίρεση– το λυρικό αφηρημένο εξπρεσιονισμό στη μεταπολεμική Γαλλία (École de Paris). Τάση που θα εξελιχθεί σε μια πιο δυναμική, χειρονομιακή μορφή στη μεταπολεμική Σχολή της Νέας Υόρκης (Pollock, Gorky, κ.ά.).
Ταυτισμένος με την όσο γίνεται πιο άμεση εικαστικά απόδοση των αισθήσεών του, δηλαδή με αυτή καθεαυτή τη «σάρκα» της ζωγραφικής ματιέρας, ο Μονέ κατορθώνει να σφυγμομετρήσει και να αναπλάσει το συγκινησιακό δυναμικό της φύσης με μια μοναδική αμεσότητα. Ιδίωμα χάρη στο οποίο θα σφυγμομετρήσει από τα πρώτα του τοπία στην ύπαιθρο της Νορμανδίας, με την καθοδήγηση ενός Boudin και ενός Jongkind μέχρι το τέλος της ζωής του, το «δαιμόνιο» του κάθε τόπου, με όλες τις δυνατές παραλλαγές ανάλογα με την ώρα της ημέρας, την εποχή, την ιδιοσυστασία του φωτός. «Πεισματώνω…» σημειώνει ο ίδιος σχετικά με την ενότητα «Θημωνιές», «…όσο περισσότερο προχωρώ, τόσο βλέπω ότι πρέπει να δουλέψω πολύ για να μπορέσω να αποδώσω αυτό που ψάχνω: το στιγμιαίο, κυρίως όμως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το διάχυτο φως». Ή, ακόμη, «παλεύω και δουλεύω… αφήνοντας και ξαναπιάνοντας τα έργα μου κατά πώς αλλάζει ο καιρός». Αυτή ακριβώς την επιμονή του να πιάνει το σχεδόν αχειροποίητο της κάθε στιγμής την εξομολογείται ο ίδιος με αφορμή εκείνα τα έργα στα θέματα των οποίων επανέρχεται σε διαφορετικούς χρόνους και στιγμές.
Ιδίωμα που του υπαγόρευσε ήδη από τη δεκαετία του 1860 την αποκρυπτογράφηση του αυτού ερεθίσματος ανά δύο έργα και αργότερα –από τη δεκαετία του 1890 κι ύστερα– την απόδοση του ίδιου θέματος, ανά εποχή και ανά ώρα της ημέρας, σε ενότητες: 8 έργα για το Σιδηροδρομικό Σταθμό St. Lazare (1877), 15 έργα για τις «Λεύκες» (1891), 20 συνθέσεις για τις «Θημωνιές» (1891) ή και 30 έργα, όπως στην περίπτωση της πρόσοψης του Καθεδρικού Ναού της Rouen (1892-1893). Αντίστοιχη είναι και η προσέγγιση του Τάμεση και του Κοινοβουλίου σε ενότητες που φιλοτέχνησε σταδιακά από το 1871 μέχρι και το 1904, επισημαίνοντας ο ίδιος σε μια επιστολή του προς τη δεύτερη σύζυγό του, Αλίκη: «Θαυμάσια πράγματα αλλά που δεν κρατούν παρά μοναχά 5 λεπτά… Είναι να τρελαίνεσαι… Όχι, δεν υπάρχει μια χώρα πιο εκπληκτική για έναν καλλιτέχνη…». Με την ίδια άνεση, ο Μονέ αποκρυπτογράφησε τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά του από τη Βενετία (1908), συνεχίζοντας έτσι τη διαρκή προσωπική του πάλη με τις αντανακλάσεις στο νερό, το φως και την αρχιτεκτονική που χαρακτήριζε και τις εντυπώσεις του από τον Τάμεση και το Κοινοβούλιο. Χαρακτηριστικά, μάλιστα, ο συνάδελφός του P. Signacτου γράφει: «…Αυτές τις Βενετίες… τις θαυμάζω σαν την κορυφαία εκδήλωση της τέχνης σας».
Πράγματι, στο κατώφλι των 60 χρόνων του, ο Μονέ, επιστρέφοντας σε θέματα που τον είχαν συγκινήσει παλαιότερα, τα χειρίζεται και πάλι σε ενότητες και μάλιστα από μνήμης. Απεικονίζει έτσι τις απόκρημνες ακτές και τα βράχια της Pourville και της Varengeville, τις όχθες του Σηκουάνα το πρωί καθώς και το αγαπημένο του χωριό Vétheuil, όπου είχε πεθάνει και ενταφιαστεί η πρώτη του γυναίκα Καμίλ, μοντέλο σε πολλούς από τους πίνακες με μορφές είτε σε εσωτερικό είτε σε εξωτερικό χώρο. Στα έργα αυτά, ο Μονέ αποκαλύπτει μια στοχαστική, ελεγειακή διάθεση, μια έντονα συναισθηματική αναπόληση, ιδιαίτερα αξιοποιημένη μέσ’ από τους χειρισμούς των ερεθισμάτων του και των «όποιων» μοτίβων χάρη στις διαβαθμίσεις του χρώματος-φωτός. Παράλληλα, και από τότε που είχε εγκατασταθεί στο Giverny όπου έζησε μέχρι το θάνατό του, ο Μονέ, παθιασμένος με την κηπουρική και λάτρης των λουλουδιών, όπως άλλωστε μαρτυρούν πολλά από τα πιο γνωστά έργα του –ο ίδιος ομολογούσε ότι «εκτός από τη ζωγραφική και την κηπουρική δεν είμαι ικανός για τίποτε άλλο»–, ασχολήθηκε μόνος του με την «αρχιτεκτονική» των κήπων του, φυτεύοντας μάλιστα λουλούδια που, ανάλογα με την εποχή της άνθησής τους, θα τον ενέπνεαν στη ζωγραφική του. Και πράγματι η ιδιοκτησία του εδώ, σχεδόν εφαπτόμενη του παραπόταμου Epte, τον εμπνέει διαρκώς μέσ’ από τις αντανακλάσεις των νερών, τις αποχρώσεις των λουλουδιών, τις εναλλαγές του φωτός σε κάθε στιγμή και όχι μοναχά σε κάθε ώρα της ημέρας. Μοναδικό όντως το Giverny, ενέπνευσε στον κορυφαίο ζωγράφο τα αναρίθμητα και μαγευτικά «Νymphéas», ενορχηστρωμένα σε χαρισματικές ενότητες. Ειδικότερα, εκείνα τα «Nymphéas» που φιλοτέχνησε μετά το 1914, ώστε να αποτελέσουν μια μνημειακή ενότητα, τα δώρισε στη Γαλλία ως φόρο τιμής για τη νίκη στα τέλη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτός ο κύκλος των έργων τοποθετήθηκε στο Μουσείο της Orangerie στο Παρίσι, σύμφωνα με το σχεδιασμό του ίδιου του Μονέ, και εγκαινιάστηκε το 1927, ένα χρόνο μετά το θάνατό του.
Συνεπής μέχρι τέλους στην έμπνευση, στις αρχές του και στο ταλέντο του, ο κορυφαίος και ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος στην ατμοσφαιρική απόδοση ενός τοπίου καλλιτέχνης ζωγράφισε με μια χαρακτηριστική εμμονή και προσήλωση τη γαλλική ύπαιθρο στο Fontainebleau, στη Νορμανδία (Honfleur, κ.α.) και στη Βρετάνη, στις όχθες του Σηκουάνα (στο Αrgenteuil, καθιστώντας το ορμητήριο των εμπρεσιονιστών, στο Bougival, κ.α.), στη Μεσόγειο, όπου του χρειαζόταν «μια παλέτα από διαμάντια και πολύτιμους λίθους για να ανταποκριθεί στη λάμψη του ηλιακού φωτός». Εμμονή από την οποία δεν ξέφυγαν οι αντανακλάσεις και η ομίχλη του Τάμεση ούτε της Βενετίας. Προσηλωμένος στο τοπίο, ζωγράφισε, ιδίως πριν από το 1890, σκηνές με μορφές σε κήπους –«Γεύμα στο χορτάρι» (ημιτελές, 1865), «Γυναίκες στον κήπο», γυναικείες μορφές σε λιβάδια, «Οι παπαρούνες στο Argenteuil» (1873)–, σε εσωτερικούς χώρους –«Στοχασμός», «Η κυρία Μονέ στον καναπέ» (1870-1871)– καθώς και νεκρές φύσεις και πορτρέτα, δίνοντας πάντοτε το προβάδισμα στην αίσθηση που του χάριζε το όποιο ερέθισμά του. Αυτό ακριβώς το χάρισμά του είναι εκείνο που τον κατέστησε μοναδικό στην απόδοση των όποιων τοπίων του, διαχρονικές μαρτυρίες κατάθεσης ψυχής. Κυρίως όμως είναι εφαλτήρια για μεταφυσικούς προβληματισμούς και πνευματική ανάταση. Απαλλαγμένος ο Μονέ από κάθε συνταγή ή εμμονή στο πρωτόκολλο μιας τεχνοτροπίας, απέδειξε όσο γίνεται πιο σθεναρά ότι το «πιστεύω» του που ξεπερνά κατά πολύ τον εμπρεσιονισμό, λειτούργησε ως θεμέλιο για τη σύγχρονη τέχνη.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 9/12/10
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα