Το χάος με τα βλαστοκύτταρα - του Ηλία Καζάνη*
Η εξυγίανση του ελληνικού συστήματος υγείας απαιτεί πολιτικές που θα στοχεύουν τα πολλαπλά υφιστάμενα προβλήματα. Σημαντική παράμετρο αποτελεί ο εξορθολογισμός των δαπανών, τόσο όσον αφορά τα φάρμακα όσο και γενικότερα το κόστος των παρεχόμενων θεραπευτικών υπηρεσιών. Αυτός ο εξορθολογισμός απαιτεί την παρακολούθηση και καταγραφή των παρεχόμενων θεραπευτικών πράξεων, αλλά και την εκπαίδευση των πολιτών σε ορθολογική αντιμετώπιση των ζητημάτων υγείας. Συγκεκριμένα παραδείγματα τα οποία αποκαλύπτουν πως και οι δύο πλευρές της εξίσωσης απέχουν από τα συνήθη ευρωπαϊκά δεδομένα αποτελούν η υπέρμετρη χρήση αντιβιοτικών και η αντιμετώπιση της κύησης και της μετα-γεννητικής περιόδου. Στη Βρετανία -όπου και ανακαλύφθηκε- η πενικιλίνη ακόμη χρησιμοποιείται ευρέως, ενώ στην Ελλάδα έχει εδώ και χρόνια εξαντλήσει τις θεραπευτικές της ιδιότητες λόγω της ανάπτυξης ανθεκτικών μικροβίων. Στη χώρα μας η έγκυος και το νεογνό αντιμετωπίζονται ως ασθενείς χρήζοντες συνεχούς ιατρικής παρακολούθησης, το ποσοστό γεννήσεων με καισαρική τομή είναι εξαιρετικά υψηλό, ακόμη και ο θηλασμός θεωρείται κατώτερος της χρήσης εξειδικευμένων σκευασμάτων γάλακτος.
Η θεραπευτική πράξη εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό ανισοδυναμία πληροφόρησης, καθώς θεραπευτής και θεραπευόμενος κατέχουν διαφορετικό επίπεδο γνώσεων. Μια σημαντική παραλλαγή της ανισοδυναμίας πληροφόρησης αποτελεί η κατάσταση στην οποία ο θεραπευτής γνωρίζει «πως δεν γνωρίζει και πολλά» για τη θεραπεία. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι και η περίπτωση της αποθήκευσης και χρήσης βλαστικών κυττάρων από το ομφαλοπλακουντικό αίμα.
Τα βλαστικά κύτταρα είναι αυτά που «χτίζουν» τον οργανισμό κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη καθώς και αυτά που βοηθούν στην αναγέννηση των ιστών είτε καθημερινά είτε έπειτα από βλάβη. Αυτό που πρόσφατα άρχισε να γίνεται σαφές είναι πως τα βλαστικά κύτταρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για θεραπευτικούς λόγους ευρέως σε περιπτώσεις αιματολογικών ασθενειών, αλλά και σε περίπλοκες θεραπευτικές επεμβάσεις. Οι κύριες αδυναμίες της ιατρικής χρήσης βλαστικών κυττάρων είναι η ελλειπής γνώση της βιολογίας τους και η έλλειψη πηγών λήψης τέτοιων κυττάρων σε ικανοποιητικό αριθμό και σε κατάλληλη κατάσταση για χρήση. Οσον αφορά το δεύτερο, μια έξυπνη λύση αποτέλεσε η συλλογή βλαστικών κυττάρων από το ομφαλοπλακουντικό αίμα κατά τη διάρκεια του τοκετού. Η δυνατότητα χρήσης αυτών των κυττάρων έχει σαφώς αποδειχθεί στο εργαστήριο, ενώ υπάρχουν και πολλές καταγεγραμμένες θεραπευτικές χρήσεις τους. Σε καμία περίπτωση όμως αυτή η εμπειρία δεν οδηγεί με ακρίβεια στην πρόβλεψη πως τα κύτταρα αυτά θα χρησιμοποιούνται ευρέως στο σύντομο μέλλον. Η θεραπευτική τους αξία θεωρείται αντίστοιχη των μεταμοσχεύσεων μυελού των οστών. Ηδη, η έρευνα έχει ξεπεράσει αυτή τη λύση με την πρόσφατη εξέλιξη της δυνατότητας (πειραματικά και όχι για θεραπευτικούς λόγους ακόμα) δημιουργίας βλαστικών κυττάρων από απλά κύτταρα του σώματος (π.χ. δερματικά).
Ακριβώς για αυτόν τον λόγο και παρόλο που η συλλογή αυτού του συγκεκριμένου τύπου βλαστικών κυττάρων μπορεί να γίνει μόνο σε μία στιγμή της ζωής κάθε ανθρώπου -κατά τη γέννησή του- η «συλλεκτική» τους αξία στη διεθνή πρακτική είναι μειωμένη. Για αυτόν τον λόγο, επίσης, η συλλογή και χρήση τους -κατά παρότρυνση όλων των αρμόδιων διεθνών επιστημονικών επιτροπών- πρέπει να γίνεται κατά τα πρότυπα της αλτρουιστικής δωρεάς αίματος και χωρίς την πληρωμή αντιτίμου, εκτός εάν υπάρχουν σαφείς κλινικές και γενετικές ενδείξεις. Αυτό συμβαίνει επίσης διότι η πιθανότητα να χρειαστεί κανείς βλαστικά κύτταρα από άλλον δότη είναι μεγαλύτερη από την πιθανότητα να χρειαστεί τα δικά του, είτε για γενετικούς λόγους είτε για πρακτικούς λόγους (να χρειάζονται περισσότερα κύτταρα). Αυτή η αλλογενής όμως χρήση εξαρτάται από την ύπαρξη δημόσιων τραπεζών. Τέλος, η πρόσβαση σε βλαστικά κύτταρα είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τη συνέχιση της έρευνας πάνω στη δυνατότητα θεραπευτικής χρήσης τους, χωρίς την οποία η συλλογή τους για ιδία χρήση θα είναι μάταιη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη εξαιρετικά υψηλού αριθμού ιδιωτικών τραπεζών φύλαξης ομφαλοπλακουντικού αίματος στη χώρα μας αποτελεί ένδειξη κακής βιοϊατρικής πρακτικής. Σε μια χώρα στην οποία η έρευνα πάνω στη βιολογία και τη χρήση των βλαστικών κυττάρων δεν είναι στην πρωτοπορία και που η εφαρμογή θεραπειών με βλαστικά κύτταρα δεν είναι καθημερινή πρακτική, φαντάζει παράξενο να υπάρχουν τόσες τράπεζες αποθήκευσης. Η μόνη λογική εξήγηση είναι η ανυπαρξία επιστημονικού και ρυθμιστικού ελέγχου και η απουσία πληροφόρησης του πολίτη. Εάν οι Ελληνες διαθέτουν υψηλότερο βαθμό διάθεσης για δωρεά ομφαλοπλακουντικού αίματος, ας το κάνουν μέσω δημόσιας τράπεζας συλλογής και φύλαξης, βοηθώντας συνολικά τους συνανθρώπους τους και την επιστήμη. Το ελάχιστο που χρειάζεται είναι επαρκώς δομημένη και φιλική προς τους πολίτες δημόσια τράπεζα συλλογής κυττάρων και υποχρεωτική ενημέρωση όλων των υποψήφιων δοτών (ακόμη και αν τα κύτταρα θα συλλεγούν από ιδιώτη) από εξειδικευμένους επιστήμονες δημόσιου φορέα. Ας μη χαθεί άλλη μια ευκαιρία να προλάβουμε την ανάπτυξη ενός τομέα υπηρεσιών υγείας άναρχα, αντιεπιστημονικά και με μεγάλα περιθώρια κερδοσκοπίας.
* O Ηλίας Καζάνης είναι ερευνητής βιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα