People and Ideas: Συνομιλία με τη συγγραφέα Πόλυ Χατζημανωλάκη
Η Πόλυ Χατζημανωλάκη γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1958. Σπούδασε Φυσική στην Αθήνα, έκανε διδακτορικό στη Στατιστική Φυσική στις Βρυξέλλες, κοντά στον Νομπελίστα Ilya, και εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Austin. Είναι μέλος του Γραφείου Εκπαιδευτικής Έρευνας των Εκπ. Γείτονα και ασχολείται με προγράμματα Βιωματικής Μάθησης και φιλαναγνωσίας. Έχει δημιουργήσει τα ιστολόγια «Πινακίδες από Κερί» και «Στην τρύπα του λαγού» (ασφαλές ίντερνετ) όπου πραγματοποιούνται αναγνωστικές ανταλλαγές με το χώρο της λογοτεχνίας, της ιστορίας, του μύθου και του διαδικτύου και έχει γράψει δύο μυθιστορήματα: «Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ» (Ταξιδευτής 2008) και «Τα αινίγματα του Ν’ γκόρο» ( Ροές 2010). Η αναφορά στο όνομα του Κάλβου στο πρώτο της μυθιστόρημα μας κίνησε το ενδιαφέρον και θελήσαμε να κάνουμε μερικές ερωτήσεις στη συγγραφέα. Prigogine
-Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε να γράψετε για τον Κάλβο; Το έργο του, η ζωή του, η προσωπικότητά του;
Ο Κάλβος, «απρόσιτος εν τη ξενητεία, ως τοις στίχοις αυτού», όπως έχει πει ο Παλαμάς, ήταν και για μένα ένα γοητευτικό μυστήριο περιβεβλημένο από τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη… Αυτό όμως που έδωσε το έναυσμα να ασχοληθώ με τον τόπο της αυτοεξορίας του και της σιωπής του καθώς και με το θέμα της δημιουργίας όχι μόνο του ποιητή, αλλά και του επιστήμονα, του μαθηματικού, του πνευματικού ανθρώπου γενικότερα, είναι η ανάγνωση των δύο «οδοιπορικών δοκιμίων» του Γιώργου Σεφέρη στις Δοκιμές. Εκεί ο Σεφέρης αναφέρεται στην επίσκεψη που έκανε στο Λάουθ του Λινκολνσάιρ το 1960, ως πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο, για την ανακομιδή των οστών του Κάλβου. Εκεί επιχειρείται μια εκπληκτικής ψυχικής έντασης αναζήτηση των ιχνών του Κάλβου σε μια μικρή πόλη της Αγγλίας, όπου ο ποιητής έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του διδάσκοντας γαλλικά και μαθηματικά στο οικοτροφείο της Αγγλίδας γυναίκας του. Η πολυπλόκαμη διασύνδεση – που κάνει ο Σεφέρης - της ιστορίας του τόπου, των ιχνών από το πέρασμα ενός σπουδαίου ποιητή που είχε σιωπήσει για μισόν αιώνα μετά τη συγγραφή των Ωδών και όλη η συζήτηση για έναν απρόσιτο, απότομο, ασυμβίβαστο χαρακτήρα καθώς και το ότι δεν υπάρχει ως σήμερα προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου, με έκαναν να θέλω να ιχνηλατήσω κι εγώ τα τα βήματά του σε εκείνον τον μακρινό τόπο, μέσα από μια σημερινή μυθοπλασία, ένα πόνημα που περιέχει επίσης το απρόσιτο και το αδύνατο.
- Αυτοί οι στίχοι του σας παρακίνησαν να γράψετε το βιβλίο σας;
Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
καρπόν λυαίον.
Αυτό που με παρακίνησε να τον φανταστώ μελισσοκόμο ήταν μια φράση του Γιώργου Σεφέρη «αξίζει να μελετηθεί το θέμα της μέλισσας και του λιονταριού στον Κάλβο» και αυτό όταν είχα αρχίσει να γράφω το βιβλίο και παράλληλα να συνεχίζω την έρευνα για τη συγγραφή του …αυτό και άλλα παρόμοια αποσπάσματα βρήκα στο έργο του…η μεταφορά της ποίησης ως επίπονης εργασίας της μέλισσας που «συλλέγει» το μέλι υπάρχει από την αρχαιότητα – από την εποχή του Πινδάρου και του Ομήρου – και επανερχόταν στους κύκλους των ρομαντικών και των κλασικιστών της εποχής του Κάλβου. Πολλά λογοτεχνικά περιοδικά είχαν το όνομα Μέλισσα. Το ίδιο όνομα, «Ape Italiana» (Ιταλική Μέλισσα) είχε και το περιοδικό που εξέδιδε ο Ανδρέας Κάλβος στο Λονδίνο μαζί τους Ιταλούς τυχοδιώκτες, ποιητές και επαναστάτες που ήταν ο κύκλος του γύρω στα 1820, τότε που ο Κάλβος είχε καταφύγει στο Λονδίνο από τη Φλωρεντία για να μη συλληφθεί από την Αυστριακή Αστυνομία για τη δράση του ως Καρμπονάρος.
Αυτή η πλευρά της ζωής του Κάλβου, η συμμετοχή του στο κίνημα των Καρμπονάρων, ο ενθουσιασμός του, η περίεργη εμφάνιση της μέλισσας στην ποίησή του… με έκαναν να στραφώ και στις μέλισσες , στο φαινόμενο της σμηνουργίας – εξορίας, στην αρχιτεκτονική των κυψελών, στην ιστορία της μελισσοκομίας, στα μαθηματικά των μελισσών και να φανταστώ εν τέλει μια εποχή πνευματικής ξηρασίας – κάτι που είδα πρόσφατα να επαναλαμβάνει ο Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου στην ταινία του «Το μέλι» λέγοντας ότι «αν εξαφανιστούν οι μέλισσες θα πάψει να υπάρχει η ποίηση»: μια εποχή αναστολής της δημιουργίας με την σιωπή του Κάλβου για πενήντα χρόνια και την σημερινή κατάθλιψη του ήρωα του βιβλίου, του Ιάκωβου Λογιάδη του μαθηματικού που έζησε τον αντιδικτατορικό αγώνα και που ζει στην ίδια πόλη. Όλα αυτά συνδέονται με την κλοπή των μελισσών που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ήρωες…
-Σας αρέσουν τα ποιήματα του Κάλβου; Πιστεύετε ότι μπορούν να διαβαστούν σήμερα;
Στο πρώτο μέρος της ερώτησης απαντώ απερίφραστα ναι…αυτή η «αιώνια επικαιρότητα των αισθημάτων» στην οποία αποβλέπουν οι ποιητές όταν προσπαθούν να εκφραστούν, να διατυπώσουν την άρρητη ύπαρξη τους σε τέτοιο βάθος και με τέτοιο Λόγο που να αφορά όλους μας, ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για την ποίηση του Κάλβου…
Για το δεύτερο μέρος του ερωτήματος, επικαλούμαι τη διαμεσολάβηση δύο γιγάντων:
Ο Ελύτης στο δοκίμιο του η Λυρική τόλμη του Κάλβου, θησαυρίζει λέξεις και εκφράσεις του ποιητή όπως για παράδειγμα:
Τα άστρα αχνύζουσι,
η πλάτη των υδάτων
ο άνεμος σχισμένος
από δροσιάν αστράπτει
Το κάνει αυτό για να υπερασπιστεί τη λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου και να αναδείξει τη μεταμορφωτική δύναμη που έχουν οι στίχοι του να πλάθουν «άλογα οράματα» μετασχηματίζοντας με λέξεις τα στοιχεία της φύσεως….
Ο Σεφέρης πάλι με η σύζυγο του τη Μαρώ, έχουν ένα δικό τους τετράδιο και θησαυρίζουν επίσης στίχους από τις Ωδές. Κατά την Παραμονή τους στη Νότιο Αφρική, στο Γιοχάνεσμπουργκ, αντιγράφουν:
«Αχαλίνωτα
Μέσα εις τα΄αμπέλια τρέχουν
Τ’ άλογα και εις την ράχιν τους
Το πνεύμα των ανθρώπων»
«Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως». (ΙΙΙ, κ’).
Αυτό το δεύτερο το αντιγράφει ο Σεφέρης για να περιγράψει τη ζωή και τη δημιουργία του ποιητή« πάνω στ’ αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και στο φως.»
Οι στίχοι του Κάλβου και η θέση τους για μια νέα επαφή με τον κόσμο – ο Σεφέρης συνδέει το πρόσωπο του ποιητή με παραστάσεις των άστρων – η άγνωστη μορφή του και το πώς στα κείμενά τους συνδέεται με την εικόνα που έχουμε για τον χαρακτήρα του, υπογραμμίζουν σε εμάς τους νεώτερους την ιδιαίτερη ποιητική παρουσία του Κάλβου, και μας ανοίγουν ένα δρόμο, μια διαμεσολάβηση δηλαδή, να ξαναπάρουμε τα βήματά τους από την αρχή και για δικό μας λογαριασμό και να ανακαλύψουμε αν πράγματι η ποίηση του Κάλβου επιτυγχάνει το αρχικό αίτημα που είναι η αυθεντική, άρρητη, απελευθέρωση του συναισθήματος…
Εν κατακλείδι, πίσω από τις προτροπές για την απελευθέρωση της Ελλάδας και την κλαγγή των όπλων και τη «λάμψη της Αρετής» από τους στίχους του Κάλβου μας γνέφει κάτι πιο μόνιμο και ουσιαστικό, κάτι από την ατόφια στόφα της μεγάλης ποίησης…
-Αν και σύγχρονος του Σολωμού, αν και έχοντας την ίδια θεματολογία με την δική του, αφού έζησαν την ίδια εποχή κι επηρεάστηκαν από τα ίδια γεγονότα, δηλαδή την Επανάσταση κατά των Τούρκων, η γλώσσα του Κάλβου μας είναι πιο ξένη ενώ του Σολωμού πιο οικεία. Είναι θέμα καθαρεύουσας και δημοτικής ή απλώς λόγω Εθνικού Ύμνου διδαχτήκαμε καλύτερα τον Σολωμό και δεν ήρθαμε καθόλου σ’επαφή με τον Κάλβο;
Και ο Κάλβος και ο Σολωμός κατέκτησαν με διαφορετικό τρόπο την Ελληνική Γλώσσα. Αντλώντας και οι δύο από ισοδύναμα σπουδαίες πηγές. Ο Σολωμός από την αστείρευτη παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και ο Κάλβος ανασκάπτοντας στον πλούτο των λέξεων της αρχαίας, στον Όμηρο και στον Πίνδαρο, επιχειρώντας ένα έργο ισοδύναμο με αυτό του Δάντη για τη δημιουργία της ιταλικής γλώσσας ως αναγέννηση των Λατινικών. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που οι χριστιανικοί ναοί χτίζονταν με μάρμαρα και κολώνες από τους ναούς του Απόλλωνα, προσπάθησε να εξορύξει από το θησαυρό της αρχαίας και να ενσωματώσει στην ποιητική του γλώσσα λέξεις …. Και το ότι δεν ήρθαμε σε επαφή με τον Κάλβο έχει μια ιστορία που οι ρίζες της φτάνουν πολύ πιο πίσω από τη χρήση της γλώσσας του…
Δεν ήταν η γλώσσα δηλαδή που εμπόδισε τον Κάλβο να φτάσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ήταν μια περίεργη συνωμοσία σιγής που κράτησε ο περί τον Διονύσιο Σολωμό κύκλος στην Κέρκυρα, ο οποίος προσπάθησε λυσσωδώς να εμποδίσει την έκδοση των Ωδών του Κάλβου στην Ελλάδα. Ήδη κυκλοφορούσαν στα γαλλικά από πολύ νωρίς και είχε γράψει πολύ επαινετικά σχόλια για αυτόν το γαλλικό περιοδικό Constitutionel. (Για την υπόθεση αυτή παραπέμπω στο εξαιρετικό βιβλίο του Διονύση Καψάσκη Μοναχικοί Μαυροντυμένοι Περιπατητές της Κέρκυρας) Τον ξεχασμένο Κάλβο ανακαλύπτει το 1888 ο Κωστής Παλαμάς αγοράζοντας από το Γιουσουρούμ έναν τόμο των Ωδών. Και με μια συγκλονιστική ομιλία του στον Παρνασσό τον αποκαθιστά. Με παρόμοιο τρόπο και ο Μίκης Θεοδωράκης καθιστά επίκαιρα τα ποιήματά του εντάσσοντάς τα στα στρατευμένα τραγούδια του
Αναρρωτιέται κανείς αν ένας νέος, ένας έφηβος μπορεί να έλθει σε επαφή με τον Κάλβο με την ποιητική του παρουσία και με τη ζωή του, σήμερα. Με αυτό το θέμα προσπάθησα να καταπιαστώ, με το θέμα της αλήθειας του Κάλβου…της παρουσίας – απουσίας του… της ποιητικής δημιουργίας μέσα στο θόρυβο της σημερινής εποχής. Ανάμεσα σε άλλα, χτυποκάρδια στα θρανία ενός αγγλικού κολλεγίου, συνωμοσίες με γηραιούς καρμπονάρους, λάθη στα μαθηματικά του κώδικα ντα Βίντσι, ανέτρεξα και στη βοήθεια των μελισσών, των μελισσών του Κάλβου που από σμηνουργία σε σμηνουργία αποτελούν έναν αδιάσπαστο κρίκο σε μια αλυσίδα που μας συνδέει με το παρελθόν…
-Μέσα στον επικό, ηρωικό τόνο του ποιήματος που ακολουθεί, μια λέξη ξεχωρίζει, η Διχόνοια με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα. Είναι συνυφασμένη με την ελληνική ιστορία;
Επιτρέψτε μου αντί να απαντήσω στην ερώτηση, που θα μας φέρει σε επαφή με την πραγματικότητα και την ιστορία μας , να επισημάνω την εκπληκτική σκηνή με την εικόνα της Διχόνοιας στο ποίημα του Κάλβου που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τις φασματικές εικόνες της σημερινής φανταστικής λογοτεχνίας – να κάτι που θα έκανε τον Κάλβο ενδιαφέροντα να τον κοιτάξουν οι νέοι:
Προσέξτε την εικόνα ενός χάσματος του Άδη: ομιχλώδες τοπίο, «χύνονται ποτάμια από χειμέρια νέφη», θανατερό τοπίο γεμάτο φρίκη… ακούγονται λέει ως θόρυβος «φωναί πνιγομένων μυρίων ανθρώπων» – γκραν γκινιόλ δηλαδή και η διχόνοια θα εμφανιστεί σαν μια εφιαλτική μορφή «μεγάλη, τρομερή,/με’ τα πτερά απλωμένα,/καθώς αετός ακίνητος,/κρέμεται ‘ς τον αέρα
‘ψηλά η Διχόνοια.»
-Ποιός είναι ο πιο αγαπημένος σας ποιητής;
Αδύνατον να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση και να μην το μετανιώσω αμέσως μετά επειδή δεν προτίμησα κάποιον σπουδαίο ίσως ελάσσονα ποιητή…Και ο Σεφέρης και ο Ελύτης και ο Λειβαδίτης, και ο Σαχτούρης, ο Καβάφης… και ο Καββαδίας πολύ αν θέλετε – και ο Σολωμός και ο Κάλβος εννοείται είναι πολύ αγαπημένοι…
Να μη μιλήσω για τους νεότερους, πολύ δύσκολο…Ξεχωρίζω ωστόσο, παρά το ότι δεν είμαι άνθρωπος της ποίησης, από το χώρο των θετικών επιστημών προέρχομαι και με το δοκίμιο και την πεζογραφία καταπιάστηκα, ξεχωρίζω και αισθάνομαι μεγάλη εκλεκτική συγγένεια με την Παυλίνα Παμπούδη.
Τις ερωτήσεις συνέταξε η Λητώ Σεϊζάνη.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα