Έρωτας και εξουσία - Μια νουβέλα του Ηροδότου και ο απόηχός της στο θέατρο και τον κιν/φο - της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ.
ΜΙΑ ΝΟΥΒΕΛΑ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ
ΚΑΙ Ο ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ (Δ. Κορομηλάς και Μ. Λυμπεράκη)
ΚΑΙ ΤΟΝ ΞΕΝΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ («Ο Άγγλος ασθενής»)
Ο Ηρόδοτος, στο πρώτο βιβλίο των Ἱστοριῶν του (κεφ. 8 – 13), αφηγείται μ’ έναν λόγο απλό, αλλά μεστό και γεμάτο ένταση, την τραγική ιστορία του βασιλιά της Λυδίας Κανδαύλη, της όμορφης γυναίκας του και του πιστού του ακολούθου Γύγη. Πρόκειται για την περίφημη νουβέλα[1] «Η γυναίκα του Κανδαύλη», την πρώτη μέσα στο ηροδότειο έργο. Βασικά, η συγκεκριμένη νουβέλα αποσκοπεί στην εξήγηση του τρόπου, με τον οποίο οι Μερμνάδες κέρδισαν την εξουσία στη Λυδία (7ος αι. π.Χ.).
Περιληπτικά, η ιστορία αυτή έχει ως εξής: ο παθολογικά ερωτευμένος με τη γυναίκα του βασιλιάς της Λυδίας Κανδαύλης εκθειάζει την ομορφιά της στον έμπιστό του αυλικό Γύγη, τον οποίο και παροτρύνει να τη θαυμάσει γυμνή. Ο Γύγης αναγκάζεται να υπακούσει στη βασιλική εντολή, και ακολουθεί το σχέδιο του Κανδαύλη. Η βασίλισσα όμως το αντιλαμβάνεται και, επειδή είναι σίγουρη για τον ρόλο του συζύγου της, καλεί, το επόμενο πρωί, τον Γύγη, τον οποίο θέτει αμέσως αντιμέτωπο στο δίλημμα ή να σκοτώσει τον βασιλιά του, που την προσέβαλε, ή να θανατωθεί ο ίδιος. Ο Γύγης, υπακούοντας πάλι στη βασιλική προσταγή, και επιθυμώντας φυσικά να ζήσει ο ίδιος, δολοφονεί τον Κανδαύλη, τελευταίο βασιλιά της δυναστείας των Ηρακλειδών, κι αποκτά και τη βασίλισσα και τη βασιλεία του Λυδικού κράτους, ιδρύοντας έτσι την δυναστεία των Μερμναδών.
Η ιστορία αυτή, κατά τον Μαρωνίτη[2], θα μπορούσε να απλωθεί σε πολυσέλιδη αφήγηση ή να καλύψει με το εύρος της μια τραγωδία. Ο Ηρόδοτος, όμως, πυκνώνει τη δραματική ουσία στο έπακρο, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα που περισσότερο σημαίνει κι ελάχιστα περιγράφει.
Γενικά, όπως υποστηρίζει ο Μαρωνίτης[3], η ασιατική νουβέλα αντλεί το υλικό της και την δραματική της υπόσταση από την ιδιότυπη σχέση μονάρχη και υπηκόου: ο πρώτος φύσει και θέσει γεννήθηκε για να προστάζει και να ενεργεί, ο δεύτερος να υπακούει και να γίνεται όργανο για την διεκπεραίωση των βασιλικών βουλών - αλλιώς τον περιμένει ο αφανισμός, κάποτε μάλιστα φρικτός στη σκληρότητά του.
Στη νουβέλα αυτή, με την οποία προβάλλεται για πρώτη φορά μέσα στο ηροδότειο έργο ο μικρασιατικός δεσποτισμός, εκείνο που έχει σημασία είναι ο παθολογικός έρωτας του Κανδαύλη για τη γυναίκα του, ένας έρωτας που γίνεται αιτία της δραματικής εξέλιξης. Ότι πρόκειται για παθολογική κατάσταση φαίνεται και από το πλήθος των υπερθετικών εκφράσεων: ἐρασθεὶς δὲ ἐνόμιζέ οἱ εἶναι γυναῖκα πολλὸν πασέων καλλίστην, ἀρεσκόμενος μάλιστα, τὰ σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων ὑπερετίθετο..., καὶ τὸ εἶδος τῆς γυνακὸς ὑπερεπαινέων (Ι, 8, 1) και από την επανάληψη λέξεων (ἠράσθη - ἐρασθείς, ἐνόμιζε - νομίζων). Σημειωτέον ότι η χρήση υπερθετικών εκφράσεων και η επανάληψη λέξεων αποτελούν έναν προσφιλή τρόπο έκφρασης του Ηροδότου.
Από την πρώτη κιόλας εικόνα εμφανίζονται και τα 3 πρωταγωνιστικά πρόσωπα της νουβέλας, δηλ. ο βασιλιάς Κανδαύλης, η γυναίκα του – βασίλισσα (ανώνυμη στην ηροδότεια αφήγηση) και ο έμπιστος σωματοφύλακάς του Γύγης. Θα μπορούσαμε να φαντασθούμε ότι πρόκειται για ένα τυπικό ερωτικό τρίγωνο· όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, όπως άλλωστε και στις μεταγενέστερες παραλλαγές της ιστορίας, με εξαίρεση την παραλλαγή του Λατίνου Πομπηίου Τρόγου, όπου η βασίλισσα και ο Γύγης εμφανίζονται ως εραστές, που συνωμοτούν για την κατάργηση του συζύγου και την ανατροπή του βασιλιά.
Ο χρόνος της δράσης περιορίζεται σε 2 ημέρες και 2 νύχτες. Την 1η ημέρα, ο βασιλιάς πείθει τον έμπιστο αυλικό να δει τη βασίλισσα γυμνή, και καταστρώνει το σχέδιο δράσης. Τη νύχτα, η επιχείρηση εκτελείται και στο διάστημα που απομένει η βασίλισσα καταστρώνει το δικό της σχέδιο. Την 2η ημέρα, η βασίλισσα αναγκάζει τον Γύγη να δεχθεί το σχέδιό της, και τη νύχτα ο Γύγης φονεύει τον Κανδαύλη.
Χώρο της δράσης αποτελεί το βασιλικό υπνοδωμάτιο, όπου διαδραματίζονται και η επίδειξη της βασίλισσας γυμνής αλλά και η δολοφονία του Κανδαύλη. Η κρυψώνα ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης (Ι, 9, 2) είναι το μέρος που χρησιμοποιείται, και τις δύο φορές, από τον Γύγη [την πρώτη για να δει τη βασίλισσα γυμνή με υπόδειξη του Κανδαύλη, και την δεύτερη για να σκοτώσει τον Κανδαύλη με υπόδειξη της βασίλισσας: ἐκ τοῦ αὐτοῦ μὲν χωρίου ἡ ὁρμὴ ἔσται ὅθεν περ καὶ ἐκεῖνος ἐμὲ ἐπεδέξατο γυμνήν (Ι, 11, 5)].
«Η γυναίκα του Κανδαύλη» αποτελείται από 2 μέρη και 5 εικόνες. Εκτός από τους 3 πρωταγωνιστές, στο εσωτερικό και στον επίλογο της νουβέλας δευτερεύοντα ρόλο διαδραματίζουν: 1) η φρουρά της βασίλισσας, που παρακολουθεί σιωπηλά τον διάλογό της με τον Γύγη και 2) ο λυδικός λαός, ο οποίος μετά τη δολοφονία του Κανδαύλη εμφανίζεται διχασμένος και έτοιμος για επανάσταση, ύστερα όμως από τον χρησμό του μαντείου των Δελφών ηρεμεί και αποδέχεται την νέα βασιλική εξουσία.
Στη νουβέλα κυριαρχούν 2 βασικά θέματα: 1) η ἀνάγκη και 2) η αἵρεσις, το δίλημμα δηλαδή που η βασίλισσα θέτει στον Γύγη, ένα μοτίβο που παραπέμπει στην αττική τραγωδία, όπου πραγματικά ο άνθρωπος πολλές φορές βρίσκεται μπροστά σε δύο δρόμους, καλούμενος να επιλέξει ποιον από τους δύο επιθυμεί να ακολουθήσει. Ας λάβομε υπόψη, εδώ, την μεγίστη επίδραση που είχε δεχθεί ο ιστορικός από την αττική τραγωδία, ιδιαίτερα κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αθήνα (445 – 444 π.Χ.), όπου διδάχτηκε πολλά από τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή, με τον οποίο άλλωστε συνδέθηκε και με στενή φιλία.
Στον επίλογο της ηροδότειας νουβέλας ο βασιλιάς Κανδαύλης είναι νεκρός, δολοφονημένος από τον πιστό του αυλικό Γύγη, ο οποίος ιδρύει μία νέα δυναστεία. Μέσα σ’ αυτή την αλλαγή της εξουσίας, σταθερή στη θέση της μένει μόνον η γυναίκα του Κανδαύλη, που γίνεται βέβαια γυναίκα του Γύγη, αλλά δεν επανεμφανίζεται στη συνέχεια της λυδικής ιστορίας.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΝΔΑΥΛΗ»
1. Τον 4ο αι. π.Χ., έχομε μία παραλλαγή της ιστορίας αυτής, στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνος (359d – 360b). Κύριο χαρακτηριστικό της πλατωνικής παραλλαγής είναι το παραμυθικό στοιχείο[4]. Ο Γύγης εμφανίζεται, εδώ, ως βοσκός που μαζί με άλλους έβοσκε στο βουνό τα πρόβατα του βασιλιά του. Κάποια μέρα, μετά από μία δυνατή βροχή κι έναν ισχυρό σεισμό, σχηματίστηκε ένα μεγάλο ρήγμα στα μέρη, όπου έβοσκαν τα βασιλικά κοπάδια. Τότε, ο Γύγης, κατέβηκε από περιέργεια βαθιά στο άνοιγμα, όπου βρήκε ένα μπρούντζινο άλογο, στην κοιλιά του οποίου υπήρχε το σώμα κάποιου γίγαντα νεκρού, που δεν είχε τίποτε άλλο παρά μόνο ένα χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι του. Πήρε, λοιπόν, ο Γύγης το δαχτυλίδι αυτό και βγήκε έξω για να βρει τα πρόβατά του. Ύστερ’ από λίγο, κατάφερε με τη βοήθεια αυτού του δαχτυλιδιού να πάει στην πρωτεύουσα, να παρουσιασθεί μπροστά στον βασιλιά, να ξελογιάσει τη βασίλισσα και να κανονίσει μαζί της να σκοτώσουν τον γέροντα βασιλιά. Έτσι, ο Γύγης πήρε την εξουσία της Λυδίας και την βασίλισσα ως γυναίκα του.
Αναμφίβολα, πρόκειται για παραμύθι. Στην πλατωνική διήγηση, ο βοσκός έχει όνομα (Γύγης) και η ιστορία διαδραματίζεται στη Λυδία. Αν παραβλέψομε τα δύο ονόματα (του Γύγη και της Λυδίας), η λοιπή διήγηση εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού (το άλιωτο λείψανο του γίγαντα μέσα στο άλογο, η τύχη του σκλάβου – βοσκού να γίνει βασιλιάς, και, κυρίως, το μαγικό δαχτυλίδι).
2. Τον 1ο αι. π.Χ., στην παραλλαγή του Νικολάου Δαμασκηνού (Fr. Gr. Hist. 90 F 47), o Γύγης είναι αυτός που σχεδιάζει και δρα, σε αντίθεση 1) με την ηροδότεια νουβέλα, όπου ο Γύγης καταφεύγει στον φόνο «αναγκαστικά» και 2) με την πλατωνική παραλλαγή, στην οποία ο Γύγης πρωταγωνιστεί (χωρίς κανένα συνεργό) κατέχοντας βέβαια το μαγικό δαχτυλίδι.
3. Τον 1ο αι. μ.Χ., η παραλλαγή του Πλουτάρχου (Ελληνικά Αίτια 45, Συμποσιακά 1. 5, 1 (622F) συμφωνεί με τον Ηρόδοτο.
4. Γύρω στο 200 μ.Χ. βρέθηκε πάπυρος με ένα απόσπασμα τραγωδίας, της οποίας συγγραφεύς είναι ή ο Φρύνιχος, συναγωνιστής του Αισχύλου, ή κάποιος νεώτερος του Ηροδότου τραγικός ή ο Ίων από τη Χίο. Το πιθανώτερο είναι η τραγωδία να ακολουθεί τον Ηρόδοτο, να μην αποτελεί δηλαδή πρότυπο του ιστορικού. Σώζονται 16 μόνο στίχοι. Τα ονόματα Γύ[γης καιδιαβάζονται εύκολα, τα δε συμφραζόμενα δείχνουν σαφώς την υπόθεση του έργου. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στο απόσπασμα μιλάει η γυναίκα του Κανδαύλη για όσα συνέβησαν την προηγούμενη νύχτα μέσα στον βασιλικό κοιτώνα. Η βασίλισσα απευθύνεται σ’ έναν χορό από συνομήλικές της γυναίκες της Λυδίας, που, μόλις την έβλεπαν, έπεφταν και την προσκυνούσαν[5]. Κανδαύλης
5. Στην παραλλαγή του Πομπηίου Τρόγου (Ι, 7, 15 – 19) [εποχή του Αυγούστου, 63 π.Χ. – 14 μ.Χ.], δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο (σύζυγος – γυναίκα – εραστής), καθώς μόνον εδώ, όπως έχει προαναφερθεί, η βασίλισσα και ο Γύγης εμφανίζονται ως εραστές.
6. Τον 9ο αι. μ.Χ., στην παραλλαγή του Φωτίου (Βιβλιοθήκη 190 [150b]) παρατηρείται συμφωνία με τον Ηρόδοτο γενικώς, αλλά και επαναφορά στο μαγικό δαχτυλίδι του Πλάτωνος. Επίσης, στην παραλλαγή του Φωτίου η βασίλισσα δεν εμφανίζεται ανώνυμη αλλά φέρει το όνομα Νυσία (…ἡ Κανδαύλου γυνὴ, ἧς Ἡρόδοτος οὐ λέγει τοὔνομα, Νυσία ἐκαλεῖτο…).
7. Τον 10ο αι. μ.Χ., στην παραλλαγή Επιγράμματος της Παλατινής Ανθολογίας (7. 567) υπάρχει, επίσης, συμφωνία με τον Ηρόδοτο.
8. Τον 12ο αι. μ.Χ., στην παραλλαγή του Ιωάννου Τζέτζη Χιλιάδες ή Βίβλος Ιστορική (στ. 137 – 166) παρατηρείται, κι εδώ, συμφωνία με τον Ηρόδοτο γενικώς, αλλά και επαναφορά στο μαγικό στοιχείο της πλατωνικής διήγησης.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΝΔΑΥΛΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΟΡΟΜΗΛΑ
Ο Δημήτριος Κορομηλάς, ένας ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας, που με το πρωτότυπο έργο του καλύπτει ολόκληρη σχεδόν την τελευταία τριακονταετία του θεατρικού 19ου αι., γράφει την «Κλυτία», το 1886. Το έργο αυτό παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον από ιστορική κυρίως άποψη, επειδή αποτελεί την πρώτη προσπάθεια έλληνα θεατρικού συγγραφέα να δραματοποιήσει την ηροδότεια αφήγηση για τον βασιλιά της Λυδίας Κανδαύλη.
Η «Κλυτία» είναι ένα έμμετρο έργο, χωρίζεται δε σε 3 πράξεις. Ο Κορομηλάς επιλέγει για την όμορφη βασίλισσα της Λυδίας (την ανώνυμη στην ηροδότεια νουβέλλα) το όνομα «Κλυτία». Ισότιμη θέση καταλαμβάνουν δίπλα στη βασίλισσα, η οποία τοποθετείται στο πρώτο πλάνο της δραματικής πλοκής, ο Κανδαύλης και ο αρχιστράτηγός του Γύγης. Βασική επιδίωξη του συγγραφέα είναι να εκλογικεύσει τον μύθο, να ζωντανέψει ολοκληρωμένα δραματικά πρόσωπα, να προσδώσει στο καθένα απ’ αυτά ψυχολογικά κίνητρα συμπεριφοράς ικανά να τροφοδοτήσουν τις δραματικές εντάσεις και τις αντιθέσεις μεταξύ τους[6]. Ό,τι συμβαίνει στο έργο είναι τελικά αποτέλεσμα του χαρακτήρα, της συμπεριφοράς και της νοοτροπίας των πρωταγωνιστών του. Στο δράμα του Κορομηλά, πλανάται η ιδέα της ειμαρμένης, μια ιδέα που αναμφίβολα κυριαρχεί και στον Ηρόδοτο. Πλανάται ειδικά ένας χρησμός δυσμενής για την τύχη του Κανδαύλη, ένας χρησμός σε απόλυτη αντιστοιχία με την υψίστης σημασίας ηροδότεια φράση: χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς.
Από την πρώτη κιόλας σκηνή της πρώτης πράξης προετοιμάζεται το έδαφος της σύγκρουσης των δύο συζύγων. Ο υπερβολικός έρωτας του Κανδαύλη για τη γυναίκα του αφ’ ενός και η υπέρμετρη ματαιοδοξία του αφ’ ετέρου αποτελούν τα κλειδιά της δραματουργίας του έργου. Από τη στιγμή που ο Γύγης εξομολογείται στον βασιλιά τον έρωτά του για την Δεβώρα, κόρη του βασιλιά των Κιλίκων, η βαθιά φιλία των δύο ανδρών (Κανδαύλη – Γύγη) δοκιμάζεται. Η προκλητική διαπίστωση του Γύγη για την Δεβώρα δὲν ὑπάρχει ἐπὶ γῆς ὡραιοτέρα ταύτης ερεθίζει τη ματαιοδοξία του Κανδαύλη, τροφοδοτεί το πάθος του για την Κλυτία και προετοιμάζει την έκρηξή του. Ο βασιλιάς είναι πια ανυποχώρητος: ο Γύγης πρέπει επιτέλους να παραδεχθεί ότι η Κλυτία, και όχι η Δεβώρα, είναι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, η κάτοχος της απόλυτης ομορφιάς.
ΚΑΝΔΑΥΛΗΣ (ἀλαζονικῶς): Ἐν τῇ Λυδίᾳ καὶ ἐν πάσῃ ἄλλῃ γῇ
γυνὴ ὡραιοτέρα τῆς συζύγου μου
οὔτε ὑπάρχει, οὔτε δύναται νὰ ζῇ.
Ὁ βασιλεὺς Κανδαύλης μόνος κέκτηται
τῆς ὑφηλίου τὸν ἀστέρα τὸν λαμπρόν,
καὶ ἐπειδὴ σὺ μόνος ἠμφισβήτησας
τὸ κάλλος τῆς Κλυτίας τῆς περικαλλοῦς,
θέλω νὰ ἴδῃς τὴν γυναῖκα πάγγυμνον
καὶ νὰ φθονήσῃς τὸν τοιοῦτον θησαυρόν.
Στη δεύτερη πράξη, παρακολουθούμε τη συνάντηση Κλυτίας – Γύγη. Η βασίλισσα, προαισθανόμενη το κακό που πρόκειται να της συμβεί, πείθει τον Γύγη να απομακρυνθεί από τη Λυδία. Εκείνος το αποφασίζει, αλλά τελικά η βασιλική φρουρά τον συλλαμβάνει την ώρα της φυγής του και τον οδηγεί στον βασιλιά. Η κορύφωση της δραματικής έντασης συντελείται στην βασιλική κρεβατοκάμαρα, όπου και πραγματοποιείται η αποκάλυψη της γυμνής γυναίκας μέσα από το έκθαμβο βλέμμα του Γύγη.
ΓΥΓΗΣ (μετὰ θαυμασμοῦ): Θεοί! ὁποῖον κάλλος! μένω ἔκθαμβος!
Τίς εἶνε αὕτη; εἶνε ἆρα γε θνητή,
ἢ μήπως εἶνε τοῦ Ὀλύμπου θέαινα
κρυφίως κατελθοῦσα πρὸς στιγμὴν ἐδῶ;
Από τη στιγμή που η συνωμοσία αποκαλύπτεται, καθώς η Κλυτία είναι πια σίγουρη για τον ρόλο του συζύγου της, η λογική της δραματουργίας στηρίζεται στο μοτίβο της εκδίκησης.
Στην τρίτη πράξη, ο μέν Κανδαύλης δεν συμμερίζεται την οργή και την αγανάκτηση της γυναίκας του, η δε Κλυτία, ταπεινωμένη από την ανδρική εξουσία, καταστρώνει το σχέδιο της τιμωρίαςθέλοντας να προστατεύσει την αξιοπρέπειά της και να τιμωρήσει τον αίτιο του διασυρμού της. Τα λόγια της προς τον Κανδαύλη (Νὰ μὲ σπαράξῃς, ἔστω· εἶσαι κύριος, / ἀλλὰ νὰ μ' ἀτιμάσῃς, ὄχι, καὶ ποτέ!) υπογραμμίζουν το ηθικό της ανάστημα, στοιχείο που σίγουρα μας θυμίζει την ανώνυμη βασίλισσα της ηροδότειας αφήγησης. Η Κλυτία πείθει τον Γύγη να σκοτώσει τον άνδρα της και ν’ αποκτήσει τον βασιλικό θρόνο και την ίδια για γυναίκα του. Ο δε Γύγης, ήδη ερωτευμένος με την βασίλισσα αλλά ταλαντευόμενος μέχρι την τελευταία στιγμή, πραγματοποιεί τελικά την δολοφονία του Κανδαύλη, και το έργο τελειώνει με την αιματηρή και συμβολική σκηνή του φόνου της ματαιότητας.
Η «Κλυτία» του Δημητρίου Κορομηλά δεν παραστάθηκε, παρόλο που οι ρόλοι της αποτελούν σίγουρα ισχυρές ερμηνευτικές προκλήσεις, πιθανόν επειδή το τολμηρό θέμα του γυμνού γυναικείου σώματος θα σκανδάλιζε το θεατρικό κοινό της εποχής.
«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΝΔΑΥΛΗ» της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ
Το 1952, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, όνομα ξεχωριστό στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, γράφει την «Γυναίκα του Κανδαύλη», ένα δράμα - όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Νικηφόρος Παπανδρέου[7] - πάνω στο έμμονο θέμα της, που είναι η γόνιμη μάχη αρσενικού και θηλυκού. Ένα έργο γεμάτο χυμούς και μεσογειακό φως. Με το θεατρικό αυτό έργο της, η συγγραφέας αναζητεί να εκφράσει κατ’ αρχάς την γυναικεία προβληματική, αλλά και να δώσει μία μυθική διάσταση στις ανθρώπινες σχέσεις. Στο εισαγωγικό σημείωμα[8] του βιβλίου της, η Λυμπεράκη γράφει: Κάθε συνάντηση ανάμεσα σε μια δική μου έμμονη ιδέα, σε μια δική μου φαντασίωση κι ένα μύθο ήταν για μένα μια καινούρια περιπέτεια (που δεν ήξερα ποτέ πού θα με βγάλει). Συχνά ο μύθος μού χρησίμευε και σαν άλλοθι (άλλοθι κι από μένα την ίδια). Τα τρία αυτά έργα (Η γυναίκα του Κανδαύλη, Οι Δαναΐδες και Το μυστικό κρεβάτι) είναι μεταξύ τους διαφορετικά κι έχουν γραφτεί σε διαφορετικές εποχές. Εκείνο όμως που τα συνδέει είναι ο μύθος. Κι εκείνο που τα συνδέει ακόμη περισσότερο είναι το ότι στο μύθο του καθενός υπάρχει ένας φόνος. Αυτός που φονεύεται είναι ο άντρας. Αυτή που επιζεί είναι η γυναίκα, και η ίδια η ζωή που συνεχίζεται θριαμβευτικά.
Στο θεατρικό έργο της Λυμπεράκη, εκτός από τους 3 κεντρικούς ήρωες (Κανδαύλης, βασίλισσα, Γύγης), που απαντούν και στον Ηρόδοτο, εμφανίζεται και ο Χορός, αποτελούμενος από έμπιστες θεραπαινίδες της βασίλισσας, ο οποίος άλλοτε συμφωνεί με τη βασίλισσα κι άλλοτε προσπαθεί να της αλλάξει γνώμη, ο τρόπος δε που παρεμβαίνει στις συζητήσεις θυμίζει έντονα τις κορυφαίες του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Επίσης, εμφανίζεται ο Μάγνης ο κιθαρωδός, στην μουσική του οποίου καταφεύγει η βασίλισσα, όταν είναι λυπημένη.
Στο έργο της Λυμπεράκη, ο Κανδαύλης συνομιλεί συχνά με τη βασίλισσα, σε αντίθεση με την ηροδότεια νουβέλλα. Από τους διαλόγους αυτούς διαπιστώνεται άμεσα το αβυσσαλέο χάσμα ανάμεσα στον Κανδαύλη και τη γυναίκα του. Εκείνος παθιάζεται, γοητεύεται κι εκστασιάζεται από το υλικό, το εξωτερικό, το επιφανειακό, εκείνη δεν αποζητά παρά το άυλο, το εσωτερικό, το ουσιαστικό.
ΚΑΝΔΑΥΛΗΣ: Στα μαύρα σου μαλλιά που κρύβουν δύο τόσα – δα αφτάκια, τρυφερά – τρυφερά, κοχύλια, βότσαλα, αφτάκια αρμυρά, καβουράκια κρυμμένα στα φύκια που περιμένουν να τα γλύψει το κύμα. (Η βασίλισσα γελάει. Την αγκαλιάζει).
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ (γελάει, ύστερα σοβαρά): Αγαπάς τα πόδια μου, το στόμα μου, τ’ αφτιά μου.
Ενώ εγώ… Εγώ αγαπώ εσένα. Και τη σκιά σου στον κήπο την ώρα που ο ήλιος χαμηλώνει.
Και τη θέση σου στο τραπέζι, όταν λείπεις.
Και το ζεστό βαθούλωμα που αφήνεις στο κρεβάτι το πρωί.
Εκεί μαζεύω τα πόδια μου και παίρνω ζέστη για όλη την ημέρα.
Ο Γύγης, στη Λυμπεράκη, δεν είναι ο πιστός αυλικός του Κανδαύλη, όπως στον Ηρόδοτο, αλλά ο στρατηγός και επιστήθιος φίλος του, ο οποίος μάλιστα επιστρέφει από μία νικηφόρο εκστρατεία. Επίσης, στο θεατρικό έργο, όπως και στη διήγηση του Νικολάου Δαμασκηνού, αναφέρονται: 1) η μεταφορά της βασίλισσας ως νύφης από τον Γύγη στον βασιλιά, και το ειδύλλιο που αναπτύσσεται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της μεταφοράς αυτής και 2) το προφητικό όραμα της βασίλισσας με τους δύο αετούς που συμβολίζουν τους δύο βασιλείς – συζύγους.
Η Λυμπεράκη δεν αντιγράφει τον Ηρόδοτο ούτε τον Νικόλαο Δαμασκηνό, αλλά προσφέρει το προσωπικό της ύφος και βάζει τη δική της σφραγίδα στην ιστορία. Έτσι, η συγγραφέας, σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο, σκιαγραφεί τον χαρακτήρα των ηρώων της, επιμένει στην ψυχολόγηση της συμπεριφοράς τους και δίνει έμφαση στα συναισθήματά τους. Τελικά, διατηρώντας όλα σχεδόν τα βασικά στοιχεία της ηροδότειας διήγησης, προσδίδει ταυτόχρονα, μέσα από ποικίλες τεχνικές, έναν ακόμα πιο τραγικό χαρακτήρα στην ιστορία. Οι ιδέες που πηγάζουν από το θεατρικό αυτό έργο, όσον αφορά στη σχέση των δύο φύλων καθώς και στην αντιμετώπιση της γυναίκας, είναι αναμφισβήτητα διαχρονικές και σημαίνουν ακόμα περισσότερα, καθώς τα χρόνια περνούν.
Εκείνο που, κυρίως, προτάσσεται είναι ο προβληματισμός για τη σχέση και την πάλη των δύο φύλων. Η σχέση του Κανδαύλη με την γυναίκα του δεν στηρίζεται στην αληθινή Αγάπη και τον αμοιβαίο σεβασμό. Άρα είναι κατά βάθος χωρίς ουσία και χωρίς νόημα, επομένως μια σχέση εύθραυστη και επιφανειακή, και μια τέτοια σχέση, κι αν ακόμα δεν αφανισθεί, είναι σίγουρα καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η πρώτη θεατρική παράσταση του έργου δόθηκε το 1997, στο θέατρο «Αμαλία» της Θεσσαλονίκης, από την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», στα πλαίσια της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997.
«Ο ΑΓΓΛΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ»
Το 1992, ο Μάικλ Οντάατζε γράφει το μυθιστόρημα «Ο Άγγλος ασθενής»[9]: «σε μια εγκαταλελειμμένη βίλα της Ιταλίας, τις τελευταίες ώρες του Β΄ παγκοσμίου Πολέμου, συναντιούνται τέσσερις άνθρωποι: μια νεαρή νοσοκόμα, που συγκεντρώνει όση δύναμη της έχει απομείνει στον τελευταίο, ετοιμοθάνατο ασθενή της, έναν άγνωστο Άγγλο που επέζησε ενός αεροπορικού δυστυχήματος. Ένας κλέφτης, οι «ικανότητες» του οποίου τον έχουν κάνει έναν από τους ήρωες του πολέμου, κι ένας Ινδός φαντάρος στον βρετανικό στρατό, ειδικός στην εξουδετέρωση βομβών, που έχει διδαχθεί από τα τρία χρόνια του πολέμου ότι «δεν υπάρχει ασφάλεια πουθενά παρά μόνο στον εαυτό του». Σιγά – σιγά αρχίζουν να αποκαλύπτονται ο ένας στον άλλο και οι ιστορίες τους ξετυλίγονται στη μια δραματική σκηνή μετά την άλλη, οδηγώντας μας στη Σαχάρα, στην αγγλική επαρχία, στους δρόμους του Λονδίνου, στα αυτοσχέδια στρατιωτικά νοσοκομεία της Ιταλίας και μέσα στους στραπατσαρισμένους κήπους και στα δωμάτια της βίλας. Και με αυτές τις ιστορίες ο συγγραφέας υφαίνει μια περίπλοκη ταπετσαρία εικόνων και συναισθημάτων, παρατηρήσεων και αναμνήσεων: των δρόμων και των λεπτομερειών τεσσάρων διαφορετικών ζωών που έχουν παγιδευτεί, αλλοιωθεί και τώρα άρρηκτα δεθεί από τις απάνθρωπες συνθήκες του πολέμου»[10].
Συχνή, στο μυθιστόρημα αυτό, είναι η αναφορά του Οντάατζε στον Ηρόδοτο. Παραθέτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
α) Εκείνη παίρνει το σημειωματάριο από το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του. Είναι το βιβλίο που έφερε μαζί του μέσα από τη φωτιά – Οι «Ιστορίες» του Ηροδότου, στο οποίο έχει προσθέσει σελίδες κομμένες από άλλα βιβλία ή κόλλες χαρτί με δικές του παρατηρήσεις – έτσι ώστε όλα έχουν συμπεριληφθεί μέσα στο κείμενο του Ηροδότου[11]…
β) «Όχι άλλα βιβλία. Τον Ηρόδοτο δος μου μόνο»[12]…
γ) Μετά τον Ηρόδοτο, και για εκατοντάδες χρόνια, ο δυτικός κόσμος δε δείχνει σχεδόν κανένα ενδιαφέρον για την έρημο[13].
δ) Είχε ανακαλύψει παραδόσεις στον Ηρόδοτο, όπου οι παλιοί πολεμιστές μετέφεραν τις αγαπημένες τους στον κόσμο που πίστευαν ότι θα τις έκανε αιώνιες – ένα χρωματιστό υγρό, ένα τραγούδι, μια σπηλαιογραφία. Είχε ήδη αρχίσει να κάνει κρύο μέσα στη σπηλιά. Την τύλιξε με το αλεξίπτωτο για να τη ζεστάνει. Άναψε μια μικρή φωτιά, έκαψε τα κλωνάρια της ακακίας και κάπνισε όλες τις γωνιές της σπηλιάς… «Θα πάω να φέρω βοήθεια τώρα, Κάθριν. Καταλαβαίνεις τί σου λέω; Υπάρχει ένα άλλο αεροπλάνο εδώ κοντά, αλλά δεν έχει καύσιμα. Μπορεί να βρω κάποιο καραβάνι ή κανένα τζιπ, πράγμα που σημαίνει ότι θα γυρίσω πιο γρήγορα. Δεν ξέρω». Έβγαλε το βιβλίο του Ηροδότου και το ακούμπησε δίπλα της. Ήταν Σεπτέμβρης του 1939. Βγήκε από τη σπηλιά, από το φως της μικρής φωτιάς, πέρασε μέσα από το σκοτάδι κι έφτασε σε μια έρημο γεμάτη από φεγγάρι[14]…
Στο κεφάλαιο «Η σπηλιά των κολυμβητών», ο συγγραφέας γράφει: Εκείνη άρχισε μετά να διαβάζει από τον Ηρόδοτο – την ιστορία του Κανδαύλη και της βασίλισσάς του. Ποτέ δεν έχω καθίσει να τη διαβάσω με προσοχή. Είναι στις αρχές του βιβλίου και δεν έχει καμιά σχέση με τους τόπους και την περίοδο που μ’ ενδιαφέρουν. Φυσικά όμως πρόκειται για μια πολύ γνωστή ιστορία[15]…
Το εκπληκτικό είναι ότι στο μυθιστόρημα του Οντάατζε συναντάμε την ιστορία της «Γυναίκας του Κανδαύλη» όπως ακριβώς την αφηγείται ο Ηρόδοτος. Πρόκειται για μία πιστή μετάφραση του ηροδοτείου κειμένου. Ενδεικτικά, παραθέτω δύο αποσπάσματα:
α) Αυτός ο Κανδαύλης ήταν παράφορα ερωτευμένος με τη γυναίκα του και, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πίστευε πως δεν υπήρχε άλλη ωραιότερη στον κόσμο. Στον Γύγη, το γιο του Δασκύλου (γιατί απ’ όλους τους λογχοφόρους του αυτόν συμπαθούσε περισσότερο), καθόταν και μιλούσε για τα κάλλη της γυναίκας του με υπερβολικά εγκώμια[16].
β) « Δυο είναι οι δρόμοι που ανοίγονται τώρα μπροστά σου και θα σου δώσω το δικαίωμα να διαλέξεις ποιον από τους δυο θ’ ακολουθήσεις. Θα πρέπει ή να σκοτώσεις τον Κανδαύλη και να με κάνεις δική σου παίρνοντας μαζί και το βασίλειο της Λυδίας ή να σκοτωθείς εδώ μπροστά μου, έτσι ώστε να μην ξαναμπορέσεις, επειδή θες να υπακούς τον Κανδαύλη σε ό,τι σου λέει, να δεις πράγματα που δεν πρέπει. Θα πεθάνει λοιπόν ή εκείνος που κατέστρωσε αυτό το σχέδιο ή εσύ που συμφώνησες να με δεις γυμνή»[17].
Κι έτσι, πεθαίνει ο βασιλιάς – συνεχίζει ο Οντάατζε - . Μια Νέα Εποχή αρχίζει. Έχουν γραφτεί ποιήματα για τον Γύγη σε τρίμετρους ιάμβους. Ήταν ο πρώτος βάρβαρος που πρόσφερε αφιερώματα στους Δελφούς. Βασίλεψε είκοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια στη Λυδία, αλλά εξακολουθούμε να τον θυμόμαστε σαν ένα απλό γρανάζι σε μια παράξενη ερωτική ιστορία.
Η Κάθριν σταμάτησε να διαβάζει και σήκωσε τα μάτια της. Μέσα από την κινούμενη άμμο. Είχε αρχίσει η μεταμόρφωσή της, και την ίδια στιγμή η δύναμη πέρασε σε άλλα χέρια. Στο μεταξύ, με τη βοήθεια μιας μικρής ιστορίας, εγώ ερωτεύτηκα[18]…
Το μυθιστόρημα του Οντάατζε μεταφέρεται, το 1996, στον κινηματογράφο από τον Άντονι Μινγκέλα, ο οποίος υποστηρίζει ότι «γεννήθηκε για να γυρίσει αυτή την ταινία» και τελικά κερδίζει το στοίχημα ότι στον έρωτα και τον πόλεμο κάθε ιστορία είναι κινηματογραφική: Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην έρημο Κεμπίρ της Σαχάρας, οι Γερμανοί καταρρίπτουν ένα αγγλικό αεροπλάνο, που πετά χαμηλά πάνω από τις θέσεις τους. Μια ομάδα Βεδουίνων βρίσκει τον πιλότο βαριά τραυματισμένο με σοβαρά εγκαύματα και τον μεταφέρει σ’ ένα αγγλικό νοσοκομείο. Ο πιλότος δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε το όνομα ούτε την πατρίδα ούτε το παρελθόν του, γι’ αυτό και καταγράφεται ως «Άγγλος ασθενής». Αργότερα, μεταφέρεται σ’ ένα βομβαρδισμένο και εγκαταλελειμμένο μοναστήρι της Τοσκάνης. Κι εκεί, αντιλαμβανόμενος ότι το τέλος του πλησιάζει, εμπιστεύεται την ιστορία του στην τρυφερή και αφοσιωμένη νοσοκόμα του… Και, καθώς το νήμα των αναμνήσεών του αρχίζει να ξετυλίγεται, ξεκινά και η δική μας περιπλάνηση στα συντρίμμια ενός πολέμου κι ενός καταδικασμένου έρωτα…
Στην μεγαλειώδη αυτή ταινία των 9 Όσκαρ, όπως και στο ομώνυμο μυθιστόρημα, η παρουσία του Ηροδότου είναι ιδιαίτερα συχνή. Η σκιά του μεγάλου ιστορικού απλώνεται σε όλο το έργο, «τρυπώνει» ακόμη και στους μυστικούς διαλόγους των δύο ερωτευμένων, όπως τότε, όταν μέσα στην ανεμοθύελλα της ερήμου, ο Λάσλο ντε Όλμασι (Ralph Fiennes) μιλούσε στην αγαπημένη του Κάθριν Κλίφτον (Kristin Scott Thomas) για τους ανέμους: τον Αζίζ, τον ανεμοστρόβιλο από το Μαρόκο, από τον οποίο οι Φελλάχοι αμύνονταν με μαχαίρια· τον Γκίμπλι από την Τυνησία, που μαίνεται ασταμάτητα· τον Σιμούν, που κάποιος λαός τον θεώρησε τόσο κακό, ώστε του κήρυξε πόλεμο και προέλασε εναντίον του με πολεμική εξάρτυση και υψωμένα σπαθιά· τον Χάρματαν, τον κόκκινο άνεμο, που οι ναυτικοί ονομάζουν «Θάλασσα του Σκότους» και που η κόκκινη άμμος του έφθασε κάποτε μέχρι την νότια ακτή της Αγγλίας και προκάλεσε νεροποντές που έμοιαζαν να είναι από αίμα… «Παραμύθια! – τον διέκοψε γελώντας η Κάθριν – Έχουμε σπίτι εκεί και ποτέ δεν έβρεξε αίμα…». «Αλήθεια είναι – συνέχισε σοβαρά εκείνος – Ο Ηρόδοτος, ο φίλος σου… Αυτός τα γράφει…».
Η σκηνή, όπου η πρωταγωνίστρια διηγείται την ιστορία της «Γυναίκας του Κανδαύλη» και μάλιστα πιστά στο ηροδότειο κείμενο, μας ξαφνιάζει, μας συναρπάζει και σίγουρα μας συγκινεί. Το βιβλίο του Ηροδότου συντροφεύει τον πρωταγωνιστή συνεχώς, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, τότε που η νοσοκόμα του Χάνα (Juliette Binoche) του διάβαζε το γράμμα της αγαπημένης του, γραμμένο λίγο πριν ξεψυχήσει μέσα στη Σπηλιά των Κολυμβητών… Αγάπη μου, σε περιμένω… Πόσο διαρκεί μια μέρα στο σκοτάδι; Μια βδομάδα; Η φωτιά έσβησε κι εγώ ακόμη σου γράφω… Πεθαίνουμε πλούσιοι από έρωτες, από γεύσεις που δοκιμάσαμε, από κορμιά στα οποία βουλιάξαμε και κολυμπήσαμε, από φόβους που κρύψαμε σαν μέσα σε σπηλιές… Θέλω όλα αυτά να χαραχτούν στο κορμί μου… Εμείς είμαστε οι αληθινές χώρες, όχι αυτές με τα σύνορα καταγραμμένα στους χάρτες… Ξέρω ότι θάρθεις και θα με πάρεις στο Παλάτι των Ανέμων… Μόνον αυτό ήθελα πάντα, να πάω εκεί, μαζί σου…, σε μια γη χωρίς χάρτες… Το φως έσβησε κι εγώ γράφω… στο σκοτάδι…
Εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια τώρα, από τότε που ο «Πατέρας της Ιστορίας»[19] έγραψε την ιστορία της «Γυναίκας του Κανδαύλη», το θέμα αυτό εξακολουθεί, μέχρι σήμερα, να αποτελεί προσφιλές αντικείμενο έρευνας και διδασκαλίας φιλολόγων και ιστορικών, αλλά και ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης συγγραφέων και καλλιτεχνών. Αν ζούσε ο Ηρόδοτος στις μέρες μας και είχε την ίδια εκείνη αντίληψη σχετικά με τον θείο φθόνο, που επενέβαινε και τιμωρούσε την υπέρβαση του καθορισμένου μέτρου, ίσως ανησυχούσε γι’ αυτήν την υπέρμετρη και ατελεύτητη αναφορά στη συγκεκριμένη ιστορία… Η πανθομολογούμενη, όμως, και αδιαμφισβήτητη διαπίστωση της διαχρονικής αξίας της σίγουρα θα τον ικανοποιούσε…
[1] «Μιλώντας για νουβέλες και ανέκδοτα στον Ηρόδοτο, αναφερόμαστε σε μέρη ή μόρια της Ιστορίας του, που ποτέ δεν αυτονομούνται και δεν καταργούν την ενότητα της ιστορικής αφήγησης, μολονότι διεκδικούν, και ως περιεχόμενο και ως μορφή, μέσα στο σύνολο του έργου μια διακριτική ταυτότητα» (Μαρωνίτης, Δ. Ν., Ηρόδοτος. Επτά νουβέλες και τρία ανέκδοτα. Εισαγωγή, μετάφραση και τρία δοκίμια. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα 1981, σ. 11).
[2] Αυτόθι, Η παθολογία του έρωτα και της εξουσίας. Δοκίμιο Πρώτο. σ. 160.
[3] Δ. Ν. Μαρωνίτης, Ηροδότου Ιστορίαι. Κλειώ.Εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Δ. Ν. Μαρωνίτη. Πρόλογος Ι. Θ. Κακριδή. Τόμος πρώτος. Γκοβόστης. Αθήνα 1964. Νουβέλες και ανέκδοτα, σ. 85.
[4] Βλ. Ι. Θ. Κακριδής, Ελλήνων Λόγοι. Από τον κόσμο των αρχαίων. Τόμος Δεύτερος. Θεσσαλονίκη – 1981. Γύγης ο Λυδός, σσ. 41 – 47.
[5] Για το παπυρικό αυτό εύρημα βλ. αναλυτικά Ι. Θ. Κακριδής, Ελλήνων Λόγοι, Γύγης ο Λυδός,σσ. 54 – 65.
[6] Θεατρικά Τετράδια. Περιοδική Έκδοση. Διευθυντής Νικηφόρος Παπανδρέου. Αριθμός τεύχους 31. Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη και Η γυναίκα του Κανδαύλη. Μάρτιος 1997, Η γυναίκα του Κανδαύλη στο έργο του Δ. Κορομηλά, σ. 16.
[7] Θεατρικά Τετράδια, 31, σ.12.
[8] Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Η γυναίκα του Κανδαύλη, Οι Δαναΐδες, Το μυστικό κρεβάτι, Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 9.
[9] Μάϊκλ Οντάατζε, Ο Άγγλος ασθενής. Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Γιούρι Κοβαλένκο. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 1996.
[10] Από τις σημειώσεις του οπισθόφυλλου του μυθιστορήματος.
[11] Μάϊκλ Οντάατζε, Ο Άγγλος ασθενής, κεφ. Ι. Η βίλα, σ. 29.
[12] -------------------------------------------, κεφ. III. Κάποτε μια φωτιά, σ. 144.
[13] -------------------------------------------, κεφ. IV. Νότιο Κάιρο 1930 – 1938, σ. 161.
[14] -------------------------------------------, κεφ. ΙΧ. Η σπηλιά των κολυμβητών, σ. 291.
[15] ----------------------------------------------- ----------------------------------------, σσ. 272 – 73.
[16] ...................................................................................................................., σ. 273.
[17] ---------------------------------------------------------------------------------------, σ. 275.
[18] ---------------------------------------------------------------------------------------, σ. 275.
[19] «Οπωσδήποτε στο προσκήνιο θα βρίσκεται πάντα το ερώτημα πόσο δίκαιο είχε ο Κικέρωνας να χαρακτηρίζει τον Ηρόδοτο pater historiae (De leg. 1, 5)» (Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Μετάφραση Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη. 5.Έκδοση αναθεωρημένη. Θεσσαλονίκη 1988, σ. 438).
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα