Τρία παραδείγματα για το πώς η Ελλάδα, χωρίς συγκροτημένη πολιτική, αδυνατεί να προβάλλει τη θαλασσινή ιστορία της
Της Μαργαρίτας Πουρναρα
Το επίκαιρο θέμα της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών που βρίσκονται στον ελληνικό υποθαλάσσιο χώρο, μας ανάγκασε να μάθουμε προσφάτως τι θα πει ΑΟΖ και να αντιληφθούμε τη σημασία της υφαλοκρηπίδας. Χάρτες του Αιγαίου και του Ιονίου, με τεράστια «μπαλώματα» στην υποθετική θέση των κοιτασμάτων, προβάλλονται συνεχώς στην τηλεόραση και δημοσιεύονται στις εφημερίδες. Ομως, αν και το κράτος μας βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνιακό αγώνα για τα γεωστρατηγικά ζητήματα, ξεχνά την τεράστια βαρύτητα της πολιτιστικής διπλωματίας. Αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα δεν έχει συγκροτημένη πολιτική για το πώς θα προβάλλει, εντός και εκτός συνόρων, τη μακραίωνη και πολυσχιδή ιστορία της στη θάλασσα. Στα ίδια ύδατα, ο βυθός των οποίων κρύβει ενδεχομένως πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, έγιναν –λησμονημένα σήμερα– ναυτικά κατορθώματα και αρμένισαν για αιώνες ελληνικά πλοία. Χώρες με αντίστοιχα τρανή ναυτική ιστορία όπως η Βρετανία, η Ισπανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Σουηδία ακόμη και η Τουρκία, έχουν καταφέρει να αξιοποιήσουν τα παλιά τους σκαριά ή πολεμικά πλοία, να φτιάξουν σπουδαία μουσεία και να κατοχυρώσουν με αυτόν τον τρόπο τη ναυτική τους οντότητα. Η «Κ» ανοίγει σήμερα τον φάκελο της προστασίας της ναυτικής μας παράδοσης εξετάζοντας τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, ενδεικτικές του τρόπου με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τα απομεινάρια του ναυτικού μας παρελθόντος. Το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας –σε εγκατάλειψη και λήθη– δεν θα έπειθε κανέναν ξένο επισκέπτη ότι οι Ελληνες ενδιαφέρονται σοβαρά για τη ναυτική τους κληρονομιά. Το περσινό κοσμικό πάρτι στο θωρηκτό Αβέρωφ μάς υπενθύμισε, με ζοφερό τρόπο, ότι δεν αρκεί μόνο να διασώζουμε τα κειμήλιά μας, αλλά πρέπει να ξέρουμε και πώς θα τα διαχειριστούμε. Το ιστιοφόρο του 1929 «Ευγένιος Ευγενίδης», που ανήκει στο πολεμικό ναυτικό, ύστερα από σαράντα κύματα, μπορεί να είναι επισκέψιμο στο τέλος της χρονιάς.
Ναυτικό Μουσείο
Αποθήκη αντικειμένων
Στις 4 Αυγούστου του 1969, ο αντιβασιλεύς αντιστράτηγος Γ. Ζωιτάκης εγκαινίασε σε λαμπρή τελετή τη νέα στέγη του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος στη Ζέα. Στις φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο της εποχής, διακρίνονται οι προθήκες με τα εκθέματα και οι ζωγραφικοί πίνακες πίσω από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Επιτέλους, η Ελλάδα «με την αιγλήεσσαν ναυτικήν παράδοσιν απέκτησεν ένα μουσείον διά την περισυλλογήν, συντήρησιν και διαφύλαξιν παντός κειμηλίου και αντικειμένου, σχέσιν έχοντος προς την ένδοξην ναυτικήν μας ιστορία». Σαράντα ένα χρόνια μετά, η εικόνα του μουσείου δεν έχει αλλάξει καθόλου, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα νέα αποκτήματα, όπως αυτά που προήλθαν από τη θαλαμηγό «Χριστίνα» του Ωνάση. Σε ορισμένες μάλιστα βιτρίνες, το πάχος της σκόνης είναι τέτοιο που υποψιάζεται κανείς ότι ουδέποτε καθαρίστηκαν από την εποχή της δικτατορίας.
Πάνω από 2.500 αντικείμενα, υποφωτισμένα και ατάκτως ερριμμένα μοιάζουν να βρίσκονται περισσότερο σε συνθήκες αποθήκευσης παρά έκθεσης. Είναι παρουσιασμένα χωρίς σύγχρονη μουσειολογική μελέτη ή σφικτή ιστορική συνοχή, σαν κάποιος διεστραμμένος νους να έχει ανακατέψει επίτηδες τις σελίδες ενός βιβλίου με τα ναυτικά μας καυχήματα, μπλέκοντας το Ναυαρίνο με τα Δαρδανέλλια. Εκεί βρίσκονται πίνακες του σπουδαίου θαλασσογράφου Βολανάκη (χωρίς καμιά συντήρηση από τότε που κρεμάστηκαν για πρώτη φορά και σε μικρο-κλιματολογικές συνθήκες απαράδεκτες για έκθεση έργων ζωγραφικής) και άλλων σημαντικών ζωγράφων, ένα θραύσμα από την ιταλική τορπίλη που έπληξε την «Ελλη» στο λιμάνι της Τήνου, μισομόντελα πλοίων, ημερολόγια, ασημικά, μακέτες ναυμαχιών, πορτολάνοι, μαζί με τμήμα του Θεμιστόκλειου Τείχους. Παρά ορισμένες προσπάθειες, δωρεές που έχουν γίνει από εφοπλιστές όπως εκείνη του Ιδρύματος Λασκαρίδη, ο χρόνος έχει σταματήσει τέσσερις δεκαετίες πίσω. Αυτός είναι και ένας ισχυρός λόγος για τον οποίον, Πειραιώτες και Αθηναίοι, αγνοούν την ύπαρξή του. Ενώ βρίσκεται δίπλα στις καφετέριες της μαρίνας Ζέας, που πάλλονται από ζωή, το επισκέπτονται κατά κύριο λόγο σχολεία.
Το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, που φιλοξενεί αντικείμενα που ανήκουν στο πολεμικό ναυτικό, έχει βγάλει σειρά εκδόσεων που βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών καθώς και ένα περιοδικό με πολυτελές χαρτί, αντλώντας ενδιαφέρον υλικό από τα πλούσια αρχεία του. Ομως, χρειάζεται επειγόντως μια δυναμική και συγκροτημένη ηγεσία, που θα βοηθήσει τον φορέα να περάσει από την αισθητική της επταετίας στην ψηφιακή εποχή. Καθώς αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, σωματείο κοινωφελές και μη κερδοσκοπικό που διοικείται από εννεαμελές αιρετό διοικητικό συμβούλιο, οι επικεφαλής του προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους. Οσο πρόθυμοι και ανιδιοτελείς και αν είναι, η κατάσταση του μουσείου μαρτυρά ότι ήρθε η ώρα να αντιμετωπιστεί το ζήτημα με σύγχρονο σχεδιασμό, ειδικά αν ο φορέας μετακομίσει σε νέες εγκαταστάσεις στο λιμάνι του Πειραιά όπως σχεδιάζει ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού, Παύλος Γερουλάνος. Διαφορετικά, θα γεμίζει μονάχα όταν γίνεται κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας.
«Ευγένιος Ευγενίδης»
Ενα κουρσεμένο κουφάρι αγωνίζεται να ζωντανέψει
Στον απαστράπτοντα από καθαριότητα ναύσταθμο Σαλαμίνος πήγαμε συνοδευόμενοι από τον αντιπλοίαρχο Δημήτρη Λιβανό. Οπως και ο Αρ. Δήμιτσας, ενώ ήταν εν αποστρατεία επέστρεψε για να αναλάβει κυβερνήτης του «Ευγενίδη» και του «Βέλους», του πολεμικού που πρωταγωνίστησε στο Κίνημα του Ναυτικού και τώρα είναι ελλιμενισμένο δίπλα στο «Αβέρωφ», απέναντι από το αναξιοποίητο πάρκο ναυτικής παράδοσης στο Φάληρο. Ευσυνείδητος και οραματιστής, ο αξιωματικός επιβλέπει ο ίδιος τις εργασίες στο ιστορικό ιστιοφόρο.
Το «Ευγενίδης» έχει μεγάλη ιστορία. Ο παππούς του βυζαντινολόγου Στίβεν Ράνσιμαν, σερ Γουόλτερ Ράνσιμαν, έδωσε παραγγελία για ένα εντυπωσιακό ιστιοφόρο το 1929 στα φημισμένα ναυπηγεία των Denny Brothers. Ετσι ναυπηγήθηκε το Sunbeam II, με το οποίο όλη η οικογένεια έκανε ταξίδια στη Μεσόγειο. Από το ντεκ του, ο μικρός Στίβεν αντίκρισε πρώτη φορά τη βυζαντινή καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς και μαγεύτηκε. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περιήλθε στο βρετανικό ναυαρχείο και έκανε ειδικές αποστολές σαμποτέρ στη δυτική Γαλλία. Αργότερα αγοράστηκε από Σουηδούς και το 1965 περνάει στα χέρια του ελληνικού υπουργείου Ναυτιλίας και μετονομάζεται σε «Ευγενίδης» καθώς ο εφοπλιστής είχε αφήσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ως δωρεά για την αγορά του, στη διαθήκη του.
Χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως εκπαιδευτικό σκάφος για τους δόκιμους και το 1995 παραχωρήθηκε στο ΥΠΠΟ και παροπλίστηκε στο Πασαλιμάνι και ύστερα στο Φάληρο. Το 2002, το ΓΕΝ ανέλαβε να το αποκαταστήσει. Το ζεύγος Θεόδωρου και Γιάννας Αγγελοπούλου έδωσαν 150.000 ευρώ για τον σκοπό αυτό, ενώ χρήματα διέθεσε και το πολεμικό ναυτικό.
Δυστυχώς, ο εργολάβος που ανέλαβε την αποκατάσταση, το 2004, έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά από βελτίωση, αφαιρώντας τα ιστία, προκαλώντας φθορές. Ξοδεύτηκαν όλα τα χρήματα και το ιστιοφόρο κατάντησε ένα κουρσεμένο κουφάρι, το οποίο προσπαθεί σήμερα να συνεφέρει ο Λιβανός. Αν όλα πάνε καλά, μέχρι το τέλος του χρόνου το «Ευγενίδης» δεν θα έχει τη θλιβερή όψη που είδαμε στον ναύσταθμο, αλλά θα είναι δεμένο δίπλα στο Αβέρωφ, έχοντας ανακτήσει την παλαιά του αίγλη.
Θωρηκτό Αβέρωφ
Δεκαετής αποκατάσταση
Στις 16 Μαΐου του 2011, το πλοίο εορτάζει τα 100 χρόνια κτίσεώς του από το ελληνικό κράτος. Ο έμπορος βαμβακιού που μεγαλούργησε στην Αλεξάνδρεια Γεώργιος Αβέρωφ έδωσε, το 1911, ένα σεβαστό ποσό για να εφοδιαστεί η Ελλάδα με ένα πολεμικό πλοίο. (Σήμερα οι Ελληνες πλοιοκτήτες στο Λονδίνο ή στην Αθήνα είναι απρόθυμοι να κάνουν δωρεές εν μέρει διότι χρήματα που δόθηκαν στο παρελθόν κατέληξαν στις τσέπες ορισμένων επιτήδειων).
Επισκεφθήκαμε το θωρηκτό Αβέρωφ ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό με τον Αριστοτέλη Δήμιτσα, απόστρατο υποναύαρχο του πολεμικού ναυτικού, που αφιέρωσε δέκα ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του –από το 1995 έως το 2005– για την αποκατάσταση του πλοίου. Κάναμε αυτοψία από το ντεκ μέχρι και το μηχανοστάσιο, όπου ακόμα συνεχίζονται οι εργασίες από μόνιμους αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού με τη βοήθεια κάποιων εξειδικευμένων μαστόρων. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: τα διαμερίσματα του ναυάρχου, το καρέ των αξιωματικών, οι χώροι ανάπαυσης και σίτισης των ναυτών έχουν ξαναζωντανέψει χάρις στις άοκνες προσπάθειες των ανθρώπων που ασχολούνται με το πλοίο με μεράκι και αγάπη. Εχει γίνει στεγανοποίηση, φωτισμός, ανάκτηση των αντικειμένων του πλοίου, αποκατάσταση της ξύλινης επένδυσης στο εσωτερικό και έτσι το θωρηκτό του Παύλου Κουντουριώτη δεν είναι ένα μάτσο από παλιοσίδερα αλλά υπόδειγμα πλωτού μουσείου.
Ο σημερινός κυβερνήτης, πλοίαρχος Σωτήριος Χαραλαμπόπουλος, που τοποθετήθηκε σε αυτήν τη θέση, μετά τη δημοσιοποίηση του πάρτι του ζεύγους Πατίτσα – Χρουσαλά, είναι ένας αξιωματικός που φροντίζει να διατηρείται το πλοίο σε άριστη κατάσταση.
Ο πλους του θωρηκτού από την εγκατάλειψη στην ανάδειξη ήταν κυματώδης. «Μετά τον παροπλισμό του πλοίου, το πρώτο πλιάτσικο έγινε το 1952. Ο τότε αρχηγός του στόλου είχε διατάξει να μεταφερθεί όλη η κινητή περιουσία του «Αβέρωφ» στο πλοίο Ελλη: τα ασημικά, οι πίνακες, τα βιβλία, ακόμα τα πιάτα και τα ποτήρια», μας εξηγεί ο κ. Δήμιτσας, που έχει αποστρατευθεί τη δεκαετία του ’80, αλλά επέστρεψε αργότερα στο σώμα για να αναλάβει το δύσκολο έργο του «Αβέρωφ».
«Ο δεύτερος μεγάλος βιασμός έγινε το 1984, οπότε ελλιμενίστηκε το πλοίο στο Φάληρο και το Ναυτικό αποφάσισε αποκατάστασή του. Οι μπουλμέδες των διαμερισμάτων του ναυάρχου κατέληξαν ως επένδυση στο γραφείο του διοικητή της Ναυτικής Σχολής του Πόρου. Κατά τη διαδικασία του ξεσκουριάσματος και του βαψίματος, ιδιωτικά συνεργεία ξήλωσαν ό,τι υπήρχε μέσα και πετάχτηκε ως σαβούρα όχι από δόλο αλλά από άγνοια. Οργανα και εξαρτήματα κατέληξαν σε παλιατζίδικα. Ευτυχώς υπήρχαν παλαιές φωτογραφίες και μαρτυρίες που μας βοήθησαν να αποκαταστήσουμε πιστά το εσωτερικό του πλοίου. Μέρος των χρημάτων για τις εργασίες είχε δώσει παλαιότερα ο εφοπλιστής Γιάννης Λάτσης, ενώ έγινε επιτυχής έρανος και στο Π.Ν.», μας εξηγεί ο Αριστοτέλης Δήμιτσας.
|