Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Νικηφόρος Βρεττάκος. Ένα μικρό αφιέρωμα σ’ έναν μεγάλο ποιητή... - της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Ποίηση | Νικηφόρος Βρεττάκος. Ένα μικρό αφιέρωμα σ’ έναν μεγάλο ποιητή... - της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*
Μέρες τώρα, κοιτάζω από το παράθυρό μου, στο αντικρινό άλσος, δυο ολάνθιστες αμυγδαλιές. Ο κορμός της μιας, της πιο μεγάλης, έχει γείρει, λες και δεν αντέχει πια το «βάρος» της ομορφιάς των αμέτρητων, λευκορόδινων λουλουδιών που στολίζουν τα κλαδιά της…

Και δεν υπάρχει ούτε μια φορά που, κοιτάζοντας αυτές τις δυο αμυγδαλιές, να μη θυμηθώ ένα υπέροχο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου (από τη συλλογή «Ο χρόνος και το ποτάμι»), με τίτλο: Μιά μυγδαλιά καί δίπλα της...

Μιά μυγδαλιά καί δίπλα της,

ἐσύ. Μά πότε ἀνθίσατε;

Στέκομαι στό παράθυρο

καί σᾶς κοιτῶ καί κλαίω.

Τόση χαρά δέν τήν μποροῦν

τά μάτια.

Δός μου, Θεέ μου,

ὅλες τίς στέρνες τ’ οὐρανοῦ

νά τίς γιομίσω.

Πρόκειται για ένα πολύ γνωστό ποίημα, που μελοποίησε η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου, τραγούδησε η Δανάη Μπαραμπούτη, και συμπεριλαμβάνεται στο μουσικό άλμπουμ «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» (1977).

Στον ίδιο δίσκο, υπάρχει και το «Μεγαλυνάρι» («Τ’ όνομά σου»), με τους εκπληκτικούς στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου, την εξαιρετική μουσική της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, και την θαυμάσια ερμηνεία της Δανάης Μπαραμπούτη και της χορωδίας Τρικάλων. Ένα τραγούδι που έχει τη μαγική εκείνη δύναμη να μεταφέρει κάποιον, όσες φορές κι αν το ακούει, ακόμη πιο ψηλά κι από την κορυφή του Ταΰγετου, κάπου εκεί… στο Έβερεστ, ανάμεσα σε γη και ουρανό, πιο μακριά από τη γη, πιο κοντά στον ουρανό, μέσα σ’ ένα φως εξωπραγματικό, αναλλοίωτο, ονειρικό, άσβεστο…


 

Κοιτάζοντας την εξαίσια αυτή εικόνα των δύο αμυγδαλιών, σκέπτομαι πως φέτος συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τον φυσικό θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου. Και γράφω για «φυσικό θάνατο», αφού ο μέγιστος αυτός Λάκωνας ποιητής ουσιαστικά δεν έφυγε ποτέ από κοντά μας, αλλά εξακολουθεί να ζει ανάμεσά μας, με την αέναη παρουσία του πολυδιάστατου και εκτενέστατου ποιητικού του έργου, ενός έργου που «μιλάει» άμεσα στην ψυχή μας, που καθοδηγεί και φωτίζει τη σκέψη μας, που ζεσταίνει με μια γλυκιά θαλπωρή την καρδιά όλων μας…

Δεν σκοπεύω να αναφερθώ σε βιογραφικά στοιχεία του ποιητή, τα οποία ο καθένας μας γνωρίζει ή μπορεί εύκολα να αναζητήσει και να βρει, ούτε να απαριθμήσω τις πολλές και ποικίλου περιεχομένου συλλογές του, αναγράφοντας τους τίτλους και τις χρονολογίες έκδοσής τους. Θα ήθελα μόνον να καταγράψω κάποιους στίχους του, γνωστούς ή άγνωστους, που αφενός υπογραμμίζουν την απαράμιλλη ποιητική του δεινότητα, και αφετέρου καθρεφτίζουν τις υψηλές ιδέες του και, κυρίως, τον ολόφωτο κόσμο της ψυχής του.

Για την Πλούμιτσα, μια εξοχική περιοχή της Λακωνίας, που συνδέεται με τα παιδικά χρόνια του, με την ποιητική δημιουργία του (καθώς στα χαλάσματά της, στις αρχές του 1980, είχε χτίσει ένα μικρό σπίτι, όπου έγραψε πολλά έργα του, αγναντεύοντας τον αγαπημένο του Ταΰγετο), αλλά και με τον θάνατό του (εκεί πέθανε τον Αύγουστο του 1991), ο Νικηφόρος Βρεττάκος συνέθεσε ένα θαυμάσιο και εκτενές ποίημα με ομώνυμο τίτλο (Πλούμιτσα).

Ἀγαπημένη γῆς, καλό μου χῶμα,

πού στάθηκες στόν κόσμο αὐτό γιάμένα

ζεστότερο ἀπό κάθε ἀγάπη, ἄκου,

μόνον αὐτό: γαλήνεψε, δέν ἔχω

χρόνο γιά νά ξανάρθω... (απόσπασμα).

Ένα γνωστό σε όλους μας ποίημα, στο οποίο υπογραμμίζεται η αγάπη του ποιητή για την πατρίδα του και για τις ομορφιές της λακωνικής φύσης, είναι το περίφημο Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές (από τη συλλογή «Ο χρόνος και το ποτάμι»). Εδώ, το φυσιολατρικό στοιχείο συνδέεται άμεσα με την αγάπη μάνας και γιου.

Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια τοῦ ἔρωτα,

ἄσπρισαν ἀπ’ τά λόγια σου, γείρανε τά κλαδιά τους,

γιόμισα τό μικρό μου κόρφο, πῆγα καί στή μάνα μου.

Κάθονταν κάτω ἀπ’ τό φεγγάρι καί μέ νοιάζονταν,

κάθονταν κάτω ἀπ’ τό φεγγάρι καί μέ μάλωνε:

Χτές σ’ ἔλουσα, χτές σ’ ἄλλαξα, ποῦ γύριζες –

ποιός γιόμισε τά ροῦχα σου δάκρυα

καί νεραντζάνθια.

 

 

Όμως το κυρίαρχο θεματικό μοτίβο στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου, αναφορικά με τη Λακωνία, είναι ο Ταΰγετος, το βουνό που ο ποιητής λάτρεψε και για το οποίο συνέθεσε τη συλλογή «Ο Ταΰγετος και η σιωπή». Εδώ, το βουνό εμφανίζεται προσωποποιημένο, με σάρκα και οστά, με ψυχή· είναι ο «φίλος» του ποιητή, ο «αγαθός γέροντας», στον οποίο απευθύνεται, εξομολογούμενος…

... Μέσα μου μιά σειρά κολῶνες ἀπό ἀγάπη καί ἥλιο

γέρνουνε! Πρόλαβέ τες, ἀγαθέ μου γέροντα! Μή μ’ ἀφήσεις,

γιατ’ εἶμαι τό ἄνθος σου! Εἶμαι τ’ ἄνθος πού φύτρωσε μέσα

στή μοίρα σου!

Ἐμένα πάντα θά βρίσκουνε νά κάθουμαι χάμω στά πόδια σου,

ἐγώ θἆμαι το αἰώνιο λιοντάρι πού θά σέ φυλάει!

Μά ἐσύ, δέ μέ θυμήθηκες ποτέ; Δέν ξαναρώτησες;

Δέ σοῦ εἴπανε πώς τραγουδῶ; Ποτέ δέν ἄκουσες

χάμω στή ρίζα σου χτυπιές; Δέν υποψιάστηκες;

Ἄνοιξα μιά πηγή στά πόδια σου! Πολλοί θά περάσουν.

Στίς πέτρινές σου φοῦχτες θά κάθουνται τά πουλιά,

θά ξεδιψᾶνε οἱ ἄνθρωποι κι ὅπως θά σέ κοιτάζουν,

μέ τῶν δασῶν σου τόν ἀτέλειωτο ψίθυρο, θά τούς ἐξηγᾶς:

«Αὐτό τό νερό τό λένε ἀγάπη...»

«Αὐτό τό νερό τό λένε ἀγάπη...»... (απόσπασμα).


Η ΑΓΑΠΗ είναι το θέμα που κυριαρχεί σε ολόκληρο το ποιητικό έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου· είναι ο ήλιος που μεσουρανεί σε όλους τους στίχους του· η αστείρευτη πηγή έμπνευσής του· ο πόθος, το βίωμα και το όνειρό του· ο πυρήνας της σκέψης του· η ανάσα της ζωής του· η ουσία της ψυχής του… Μια αγάπη πολυδιάστατη, ατελεύτητη, απέραντη: αγάπη για τον Θεό, για την πατρίδα, για τον άνθρωπο, για τον συμπατριώτη, για τον αγωνιστή, για τον ήρωα, για τη φύση – τον ουρανό, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια, τα λουλούδια, τα ζώα, τα πουλιά, τα τρεχούμενα νερά, τη θάλασσα – , για την οικογένεια, για τη μάνα, για τη γυναίκα, για την αγαπημένη, για την ίδια τη ζωή...


Τό μεσουράνημα τῆς φωτιᾶς

... Ἡ σκέψη μου εἶναι ἀγάπη κ’ ἡ ἀγάπη μου σκέψη.

Μυστηριακή θεία δύναμη πού ἀναθρώσκει

ἀπ’ τά βάθη μου, ἀντανακλᾶ καί στολίζει

μέ τήν ἐξαίσιά της λάμψη τό μηδέν καί τή νύχτα.

Μή ρωτεῖστε ποῦ πέφτουν τά ποτάμια τῆς γῆς

τί στηρίζουν οἱ κορφές τῶν βουνῶν

τί κρύβει ἀπό πάνω μας ἡ μεγάλη φωτιά.

Δέν ρωτῶ γι’ ἄλλο τίποτα.

Τραγουδῶ σάν πουλί στ’ ακρινότερο δέντρο τοῦ κόσμου:

Ἀγαπῶ, ἄρα ὑπάρχω.

(Από την ομότιτλη συλλογή [«Το μεσουράνημα της φωτιάς»]).


Στη συλλογή «Μαργαρίτα – εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα», η Μαργαρίτα δεν είναι ένα πρόσωπο υπαρκτό, αλλά ένα πλάσμα της φαντασίας του ποιητή. Είναι μια ύπαρξη ιδανική και εξαϋλωμένη, που συμβολίζει το κάλλος, την αθωότητα αλλά και τον ερωτισμό. Η Μαργαρίτα συνδέεται άρρηκτα με τη φύση, το φως και τον ήλιο, αυτά τα τρία θεματικά μοτίβα, που επαναλαμβάνονται σαν ηχώ αδιάκοπη και ατέρμονη μέσα στους στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου.


Ἄκουσε τό ἀχνοσάλεμα τῆς νύχτας

καί κρύφτη φοβισμένη πίσω ἀπό τά χέρια μου.

Ἀνοίγω τήν πόρτα νά ἰδῶ:

Ὁ κόσμος λάμπει σάν ἄστρο.

Ποτέ δέν ἄνθισε μιά τέτοια νύχτα

πέρα ὥς πέρα στόν οὐρανό

ποτέ δέν ἀκουστῆκαν τόσο καθαρά

τά τρυφερά βελάσματα τῶν ἄσπρων

ἀρνιῶν ἀπ’ τόν παράδεισο σέ ὅλη τή Γῆ!

Τή στέγη μας ταράζουν κάθε τόσο

οἱ ξαφνικές ἐκλάμψεις τῆς ἀστροφεγγιᾶς.

Ἀνοίγω τό παράθυρο καί παίρνω

τ’ ἀστροβρεγμένα στάχυα στήν ἀγκάλη μου.

Χιλιάδες ἔρωτες εἶναι ὁ Θεός!

Χιλιάδες ἔρωτες εἶναι ὁ κόσμος!

Ἔλα ἰδές τ’ ἄπειρο, Μαργαρίτα!...

- Ἔλα νά φύγουμε Μαργαρίτα!

Οἱ πέτρες κ’ οἱ ὠκεανοί δέν εἶναι τίποτα!

Περνᾶμε τή μυθική χώρα!

Κράτησε ὅσο μπορεῖς ἀπ’ τή λάμψη τοῦ Κόσμου!...

(Αποσπάσματα από το ποίημα Μαργαρίτα).


Μετά από δέκα χρόνια, στη συλλογή «Το βιβλίο της Μαργαρίτας», αυτή η γυναίκα – σύμβολο γίνεται φως, κι αυτό το φως κατακλύζει το σύμπαν από αγάπη και ομορφιά.


... Ἔγειρε πίσω, ἀνέβηκε ἄλλα κι ἄλλα βουνά,

περνοῦσε τά διχαλωτά γκρεμνά σάν τό φεγγάρι,

περνοῦσε πίσω ἀπ’ τό ἄλικο σύννεφο καί ξανάβγαινε.

Μιά φαίνονταν, μιά χάνονταν. Ἀνάτελλε καί βασίλευε,

στό λευκό χιόνι ἀφήνοντας χρυσά ἴχνη ἀπό ἀγάπη.

Σ’ αὐτό τόν κόσμο, μία φορά, κάποτε, (δέ θυμᾶμαι

ἄν ἦταν πάνω στόν Ταΰγετο ἤ στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν)

συνέβη αὐτό. Κι ἔτσι ἔμεινε ἀπό τότε. Ἡ Μαργαρίτα

ἔγινε ἀγάπη καί γυρνᾶ στό σύμπαν. Βρέχει, φέγγει,

κι ἀδειάζει, χαμηλώνοντας, στ’ ἄνθη, μέ τήν ποδιά της

γύρη ἀπ’ την Ἀκατοίκητη χώρα. Ἐνῶ κ’ ἐγώ

σάν ἕνας Δωδεκαετής ὄρθιος πάνω σέ μιά

πέτρα, φωνάζω ἀδιάκοπα στή φωτεινή ἐρημιά:

«Ὁ κόσμος εἶναι, ἀδέρφια μου, ἀγάπη κι ὀμορφιά!»

(Απόσπασμα από το ποίημα Ἡ ἀκατοίκητη χώρα της συλλογής «Το βιβλίο της Μαργαρίτας»).


Ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου είναι Τά μάτια τῆς Μαργαρίτας, που κι αυτό ανήκει στη συλλογή «Το βιβλίο της Μαργαρίτας». Πρόκειται -κατά την άποψή μου- για ένα από τα τρυφερότερα ποιήματα όχι μόνο της ελληνικής, αλλά της παγκόσμιας ποιητικής δημιουργίας. Στο ποίημα αυτό δεν διαφαίνεται μόνον η απαράμιλλη ποιητική δεξιοτεχνία του Λάκωνα ποιητή, αλλά αποτυπώνονται ολοκάθαρα οι σκέψεις και οι επιθυμίες του για μιαν ιδανική ανθρώπινη κοινότητα («πόλεμος τελειωμένος», «δικαιοσύνη», «καλοσύνη», «αιωνιότητα του ήλιου», «απλότητα»)· και κυρίως καθρεφτίζεται ολοζώντανα ο κόσμος της ψυχής του, ένας κόσμος απέραντος, κατακλυσμένος από ευγένεια, ευαισθησία, άμετρη τρυφερότητα, αλλά και βαθιά θλίψη… Παραθέτω μερικά αποσπάσματα:


Βρῆκα μέσα στά μάτια σου τά βιβλία πού δέν ἔγραψα.

Θάλασσες. Κόσμους. Πολιτεῖες. Ὁρίζοντες. Κανάλια.

Βρῆκα τ’ αὐτοκρατορικά ὄρη τῆς γῆς κι ἀπάνω τους

τίς δύσες μέ τά κόκκινα σύννεφα. Τά μεγάλα

ταξίδια πού δέν ἔκαμα βρῆκα μέσα στά μάτια σου.

Βρῆκα μέσα στά μάτια σου τούς γελαστούς μου φίλους

πού μοῦ τούς σκέπασεν ἡ γῆς, ἡ χλόη, τό χιόνι, ἡ νύχτα.

Τά λόγια πού θά μοὔλεγαν βρῆκα μέσα στά μάτια σου...

Βρῆκα μέσα στά μάτια σου τόν πόλεμο τελειωμένο.

Πουλάκια καί ἥλιος στά κλαδιά! Τό παιδικό μου σύμπαν

μέ τίς χρυσές του ζωγραφιές, βρῆκα μέσα στά μάτια σου...

Τῆς δικαιοσύνης ἡ σκηνή· τήν καλοσύνη πού ἔγνεφε

νά πλησιάσουν τά βουνά, βρῆκα μέσα στά μάτια σου.

Βρῆκα τήν αἰωνιότητα τοῦ ἥλιου ἀνανεωμένη...

Ἄν ἤτανε ὅλα ἐδῶ πιό ἁπλά, ὅπως ἡ «καληνύχτα»

κ’ ἡ «καλημέρα», ὅπως τό φῶς στά τζάμια τήν αὐγή,

ἄν ἤτανε ὅλα ἐδῶ πιό ἁπλά, τότε, σ’ αὐτόν τόν κόσμο,

θέ νἄχαμε ἕνα ἀπέραντο σπίτι. Θέ νἄμαστε ἄγγελοι.

Τό αἰώνιο μου παράπονο, βρῆκα μέσα στά μάτια σου...

... Τήν ψυχή μου,

αὐτόν τόν λαβωμένο Ἰησοῦ ἀφήνω μέσα στά μάτια σου.

Πράγματι, η ψυχή του ποιητή μοιάζει με τον «λαβωμένο Ιησού», αφού φωλιάζουν μέσα της η θλίψη και η απαισιοδοξία, στοιχεία εμφανή κατά την πρώτη περίοδο (1929 – 1938) της ποιητικής του δραστηριότητας. Αναμφισβήτητα, ως αίτια αυτής της μελαγχολίας θεωρούνται τα προσωπικά βιώματα του Νικηφόρου Βρεττάκου, κυρίως λόγω των σκληρών, μοναχικών και στερημένων παιδικών και νεανικών του χρόνων. Αυτό το κλίμα μελαγχολίας αποτυπώνεται στη συλλογή «Κάτω από σκιές και φώτα».

Δίχως πανί

Δίχως πανί, δίχως κουπί, ἄν μᾶς σέρνει

ὁ γιαλός μας,

δίχως ἄστρο ἄν μᾶς θέλει ἡ νύχτα,

δίχως ἥλιο ἄν μᾶς καλεῖ ἡ ἡμέρα,

ποῦ εἶναι ὁ κόσμος;

Αντίθετα, η δεύτερη περίοδος της συγγραφικής δραστηριότητας του Νικηφόρου Βρεττάκου (1939 – 1950) χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, πνεύμα αγωνιστικότητας και επίτευξη συμφιλίωσης με τον θάνατο. Ο ποιητής, δεχόμενος έντονη επίδραση από τα σημαντικά ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εποποιία του Αλβανικού Μετώπου, Κατοχή, Εμφύλιος), εμπνέεται ακατάπαυστα, και συνθέτει εξαιρετικούς στίχους. Θεωρεί την «Εθνική Αντίσταση», στην οποία έλαβε μέρος και ο ίδιος, ως συνέχιση των Αγώνων του 1821, η δε αυτοθυσία των νεαρών αγωνιστών προκαλεί βαθύτατη συγκίνηση στην ψυχή του.

Στο εκτενέστατο ποίημά του 33 ἡμέρες, ο «φωτισμένος» ποιητής εξυμνεί τους αριστερούς φοιτητές, παρομοιάζοντάς τους με τους Αχαιούς, τους δε αγώνες τους με τα μαρτύρια του Χριστού. Παραθέτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Κ’ οἱ στρατιῶτες μας ἦταν ὡραῖοι σάν τούς Ἀχαιούς.

Ἀνεβῆκαν στό φῶς ἀπό βάθος πολύ.

Καί ζητοῦσαν μιά διέξοδο μέσα στό μέλλον.

Καί μεῖς τούς ρωτούσαμε γιά τ’ ἄλογά τους· κ’ ἐκεῖνοι

χαμογελούσανε...

Καί ὁ θρῆνος τῆς πόλης δυνάμωνε.

Καί πολεμούσαμε πέντε χρόνια· καί πολεμᾶμε ἀκόμα. Καί μᾶς

φορούσανε τό ἀγκάθινο στέφανο τοῦ Χριστοῦ μέσα στίς φυλακές

καί μᾶς τό φορᾶνε ἀκόμα...

- Δόξα καί τιμή στούς νεκρούς μας! Δόξα καί τιμή στούς νεκρούς μας!

Ἀδέρφια μας ὅλου τοῦ κόσμου.

Ἡ σημαία μας κυματίζει ἀκόμα.

- Ἐλευθερία ἤ θάνατος!

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπήρξε λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας. Ίχνη αυτής της αγάπης και του θαυμασμού του για την αρχαιοελληνική τέχνη και ποίηση υπάρχουν στο εξαιρετικό ποίημα Ἐπιστροφή ἀπό τούς Δελφούς, που ανήκει στη συλλογή «Ο χρόνος και το ποτάμι».


Δίπλα μας, πάνω στό ἅρμα του, ταξίδευε ὁ Ἡνίοχος.

Ἀκολουθοῦσαν πίσω μας οἱ Φαιδριάδες.

Ἀντίλαλοι παράξενοι γύριζαν μές στή νύχτα,

μιά νύχτα πού δέν ἔμοιαζε ὅπως τίς ἄλλες νύχτες

τοῦ κόσμου· τόσο πού, μπρός της, παραμερίσαν

ἀκόμα κι οἱ βασιλικές νύχτες τῶν παιδικῶν μου χρόνων.

Ἤτανε τόσο διάφεγγα ὅλα καί ξεχωρίζαν

τά βουνά τόσο φωτεινά, πού ἔμοιαζε σάμπως κάποιος

συμπαντικός λαμπαδηφόρος, τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος

ἀποσταλμένος, τρέχοντας στά ὕψη, νά μᾶς συνόδευε

φωτίζοντας μ’ ἔναν πυρσό πάνω μας τόν ὁρίζοντα.

... Νομίζαμε

πώς κάτι ἀκούονταν ἁπαλά, σάμπως πάνω ἀπ’ τ’ ἀστέρι της

νἄπαιζεν ἡ Σαπφώ τή λύρα της· ἐνῶ, ὅλα σιωπούσανε

κ’ ἐμεῖς, καί τ’ ἄστρα, κ’ οἱ ποιητές τῶν αἰώνων, καί τ’ ἀγέρι

τό κοιμισμένο στίς ἐλιές πάνω καί δέν ἀκούγονταν

παρά μόνον οἱ ἀντίλαλοι τῶν Φαιδριάδων,

πού βούϊζαν κι ἀντιβούϊζαν μέσα σέ ὅλη τή νύχτα,

τή νύχτα αὐτή τήν πιό ὄμορφη τῆς ζωῆς μας πού ποτέ

δέν θά ξανάρθει, ἀντίλαλοι πού ἔμοιαζαν σάμπως κάποιος

πρωτάγγελος μές στή σιωπή, ὄρθιος, να ἐπαναλάβαινε:

«Ὤ, μά τόν Δία! Τί χρειάζονται οἱ λέξεις στήν ἀγάπη;» (αποσπάσματα).


Στην ίδια συλλογή, ξεχωρίζει ένα εκπληκτικό ποίημα με ερωτικό χαρακτήρα· ένα ποίημα «ζωγραφισμένο» με τα πιο θεσπέσια χρώματα της ερωτικής τρυφερότητας… Τίτλος: Ἀνεπίδοτο γράμμα. Παραθέτω κάποια αποσπάσματα:


Ταΰγετος, 26 Ἰουλίου.

Ἀγάπη μου.

... Ἡ ψυχή μου εἶναι τόσο τρυφερή γιά νά κάθεται ἐδῶ σιωπηλή,

μοναχή της, γιομάτη κουβέντες. Κοίταξα γύρω μου, μά ὄχι

δέν ἤσουν.

Δέν ἤσουν ἀγάπη μου. Ἄν ἤσουνα πλάϊ μου

θά σοῦ τἄλεγα ὅλα. Μέσα στό αἷμα μου,

ξέρεις, θά σοὔλεγα, ταξιδεύουν ἀστέρια.

Μέ γαλούχησε ἡ νύχτα πού ἁπλώνεται πάνω μας.

Καί σύ θά μέ πίστευες. Μή μοῦ τρέμεις,

θά σοὔλεγα. Μοὔμεινε τό φεγγάρι, καρδούλα μου...

... Δέ μοῦ πήρανε τίποτα. Μοὔμεινε

τῆς ψυχῆς μου ἡ δροσιά.

Μή φοβᾶσαι καρδούλα μου.

Κ’ ἐσύ θά μέ πίστευες...

Τά κοτσύφια πετώντας, μέ ρωτᾶνε τί γίνεσαι·

καί τί νά τούς πῶ! Ἔχω σκύψει τό πρόσωπο

καί σοῦ γράφω, σοῦ γράφω, σοῦ γράφουμε ὅλα. Τά ἔλατα

μοῦ ρίχνουν ψιθύρους νά κλείσω τό γράμμα σου.

Ἄραγε τί ὥρα νἆναι χωρίς ἐσένα;

Γιατί κι ὁ χρόνος φεύγει παράξενα δίχως ἐσένα.

Κι ὁ ἥλιος φωτίζει παράξενα. Σέ ποιόν νά τόν δώσω;

Περίσσεψε ὁ ἥλιος, ἀγάπη μου, δίχως ἐσένα.

Σοῦ γράφω, σοῦ γράφουμε ἀτέλειωτα, βράδυασε

κι ἀκόμη σοῦ γράφω...

Υ.Γ.

Κατά τ’ ἄλλα, λησμόνησα νά σοῦ γράψω, καλή μου,

πώς μοὔχτισε ὁ ἥλιος μιά φωλιά στήν κορφή,

νά λυτρώνω τή μοίρα μου κατάντικρυ στό ἄπειρο.

Εἶμαι τόσο καλά κ’ εἶναι ὅλα τόσο ὄμορφα,

τόσο αἰώνια, πού μοὔρχεται

νά χαϊδέψω τήν πέτρα, νά τό εἰπῶ στό Θεό,

πώς δέν ἔχω παράπονο. Δέν τό λέω γιά κανέναν.

Κουβεντιάζουμε οἱ δυό μας μέσα στό ἄπειρο, ἀγάπη μου,

φῶς μέ φῶς.

Σέ φιλῶ.

Υπέροχους ερωτικούς στίχους περιέχει και η συλλογή «Το βάθος του κόσμου».

Κ υ ρ ι α κ ή

... Εἶχα λουστεῖ χτές βράδυ μέ τή

μουσική τῆς φωνῆς σου –

Κρατοῦσα

τήν πένα στό χέρι μου κι ὅπου

ἔβρισκα ἥλιο, βουτοῦσα τήν ἄκρη της

κ’ ἔγραφα στίχους.

Ὅ τ α ν κ ό β ω ἕ ν α ἄ ν θ ο ς

Ὅταν κόβω ἕνα ἄνθος

καί τό βάζω στό στῆθος σου ἤ

στά μαλλιά σου

νομίζω

πώς στολίζω τόν κόσμο.

Ἔ ρ ω τ α ς

Εἶναι τά χείλη μου μιά πεταλούδα

πού ζυγιάζεται ἀνάλαφρα κ’ εἶναι ἕνα κόκκινο

λουλούδι τά χείλη σου πού

σαλεύει ἀνεπαίσθητα...

π α ρ ά ξ ε ν η π α ρ ο υ σ ί α

... Μιά κατασκήνωση

εἰρήνης τό γέλιο σου. Στ’ ὀρθό μέτωπό σου,

προσγειώνεται ὁ ἥλιος παράξενα.

Εἶναι τά μαλλιά σου

μιά ἡμερωμένη καταιγίδα. Καί τά μάτια σου εἶναι

ἡ σοφία τῆς σιωπῆς, ἡ ἁρμονία τῆς θύελλας,

τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».

Περασμένα μεσάνυχτα. Στο αντικρινό άλσος, οι σκοτεινές φιγούρες των κυπαρισσιών είναι ακίνητες. Τα πουλιά σωπαίνουν κι ονειρεύονται μέσα στα κλαδιά. Μόνον οι δυο ανθισμένες αμυγδαλιές εξακολουθούν να φεγγοβολούν, στο σκοτάδι, αναγγέλλοντας τον ερχομό της άνοιξης, την αναγέννηση της φύσης και της ψυχής μας…

Αυτά τα αναρίθμητα λευκορόδινα ανθάκια τους εκπέμπουν, μέσα στην παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, ένα φως μαγικό, απαράλλαχτα ίδιο μ’ εκείνο το φως που εκπορεύεται από τους στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου, του κορυφαίου νεοέλληνα ποιητή, που – με μια δύναμη μαγική – κατάφερε να μας μυήσει στον Ιδανικό και Αιώνιο Κόσμο της Τελειότητας, της Ομορφιάς, της Ελπίδας και της Αγάπης…

Ἐ π ί λ ο γ ο ς

Τό παιχνίδι ἐτελείωσε. Ἕνα ἀγέρι, ἰριδίζοντας,

σάλεψε ἄξαφνα τά κλώνια τῆς νύχτας.

Μ’ ἐπισκέπτεσαι, φεύγεις, ἐπανέρχεσαι,

φεύγεις, μ’ ἕνα πρόσωπο ἀέρινο

πού μοιάζει ὡς νά τὄχουν σχεδιάσει μέ φῶς

πάνω σ’ ἕνα χαμόγελο.

(Από τη συλλογή «Το βάθος του κόσμου»).


*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Τάσος Λειβαδίτης: ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία

31 Οκτωβρίου 2023, 21:46
Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος Σαν σήμερα 30 Οκτωβρίου πέθανε ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία   Ο ήλιος ...

Η γυναίκα ως πηγή έμπνευσης των Ελλήνων ποιητών - της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

08 Μαρτίου 2023, 13:19
(από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα)     «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα ...

Γιάννη Ρίτσου, "Γράμματα από το Μέτωπο"

28 Οκτωβρίου 2022, 19:13
1. Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοικι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα:οἱ αὐγὲς ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0