Με τον καηµό των ανθρώπων και της πατρίδας - Του Θανάση Θ. Νιάρχου*
Επιστρέφοντας από ένα δύσκολο δίµηνο ταξίδι πριν από πολλά χρόνια στην Αµερική, η Ιωάννα Καρυστιάνη, µαθαίνοντας πως πολύ λίγο γνωστά της πρόσωπα είχαν συντρέξει συγγενικά της, ενώ η ίδια έλειπε, σχολίαζε:
«Η ζωή εδώ στον τόπο µας δεν έχει καµία σχέση µε τον κωλοπαιδαρισµό που µας δείχνει η τηλεόραση». Θα συνδύαζε κανείς τη ρήση αυτή µε µια άλλη, τόσο σχετική όσο και διαφορετική, που εξέφρασε τις προάλλες σε µια εκδήλωση η Λίνα Νικολακοπούλου λέγοντας: «Ακούµε πια τόσο σπάνια να µιλάνε στην τηλεόραση σωστά ελληνικά».
Η µόνη εξήγηση που µπορεί να δώσει κανείς γι’ αυτή την άθλια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής ζωής που συναποκοµίζουµε από την τηλεόραση και που, ακόµα κι αν απηχεί την πραγµατικότητα, είναι σε µεγάλο βαθµό πλασµατική, οφείλεται σ’ ένα γεγονός που έχει όλα τα στοιχεία της οφθαλµαπάτης. Αν και είναι πάρα πολλοί αυτοί που έχουν µια διαφορετική εικόνα και αίσθηση της πραγµατικότητας, δέχονται να παραπλανούνται από την άθλια που προβάλλεται, γιατί µέσα τους σκέφτονται πως δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν τόσο πολλοί να βλέπουν κάτι που είναι ψέµα κι ωστόσο όλοι να πιστεύουν πως τους λένε την αλήθεια.
Φοβάται ο καθένας µας για λογαριασµό του να εξαιρεθεί από την τροµοκρατία που συνιστά η τηλεόραση, ότι το ψέµα δηλαδή χρειάζεται να εκλαµβάνεται ως αλήθεια. Κι αυτό το αίσθηµα δεν έχει να κάνει µε µόρφωση, µε επίπεδο, ακόµα και µ’ ένα πολύ υψηλό I.Q. Και κανείς δεν σκέφτεται το πολύ απλό, πως αν η πραγµατικότητα ανταποκρινόταν στην εικόνα που µας δείχνει η τηλεόραση, θα είχε ανατραπεί άρδην η καθηµερινότητά µας. Αν δηλαδή την ώρα που συντάσσεται σ’ ένα κανάλι η «καταστροφολογία» ώστε να ανακοινωθεί µε τη µορφή του δελτίου ειδήσεων ή των «παραθύρων», αν γύρω µας υπήρχαν πραγµατικά ερείπια, δεν θα υπήρχε καν ο βιαστικός πρωινός καφές ή το σάντουιτς γύρω στις τέσσερις το απόγευµα ώστε, κατά την κοινή έκφραση, να ρίξουµε κάτι στο στοµάχι µας. Οσο κι αν για την τηλεόραση το επιθυµητό θα ήταν δέκα εκατοµµύρια πανικόβλητα στους δρόµους, οι άνθρωποι πορεύονται βέβαια µε φόβους, µε αγωνίες, µε άγχη, αλλά και µε το αίσθηµα πως η ζωή έχει και αύριο, και µεθαύριο. Και προπαντός µέλλον.
Θα το συµπέραινε κανείς αν συνδύαζε δύο γεγονότα που έχουν συντελεστεί πρόσφατα, σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, χάρη σ’ έναν ωραίο Ελληνα, τον γιατρό Παναγιώτη Σουκάκο. Είναι τόσοι οι συµπατριώτες µας – φαντάζοµαι και οι ξένοι – που, αν περπατάνε στητοί γύρω µας, το οφείλουν στα χέρια του, ώστε µέσα σε είκοσι πέντε χρόνια η φήµη που έφτανε στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις από τα «µακρινά» Γιάννινα, «τον είδε ο Σουκάκος» ή «τον χειρούργησε ο Σουκάκος», να γίνεται συνώνυµη της ίασης. ∆ηµιουργός τώρα του Ορθοπεδικού Κέντρου Ερευνας και Εκπαίδευσης που έχει χτιστεί στον αύλειο χώρο του πανεπιστηµιακού νοσοκοµείου «Αττικόν» (χάρη στη γενναία χορηγία της Σύλβιας Ιωάννου), επιλέγεται η πράξη αυτή µέσα, αναµφισβήτητα, σε πολλές άλλες που δεν γίνεται να µην υπάρχουν, ως µια στοιχειώδης ενθάρρυνση όλων µας. Ωστε να κατανοήσουµε πως κάθε αθλιότητα που πληροφορούµαστε έχει ή µάλλον προκαλεί ταυτόχρονα το εξεγευνιστικό της αντίβαρο, που δεν το πληροφορούµαστε σχεδόν ποτέ.
Οποιες κι αν είναι οι αλλαγές που συντελούνται σε µια κοινωνία, ένας λαός ποτέ δεν αποκόβεται από το παρελθόν του που είχε και δωρητές, και ευεργέτες, και ταµένους, και ανιδιοτελείς. Και το παρελθόν αυτό θέλει τους γιατρούς µαζί µε την ιατρική να έχουν δουλέψει και τη «φιλολογία» µε τη µορφή της ποίησης, της πεζογραφίας, των αποµνηµονευµάτων. Ο Παναγιώτης Σουκάκος προτίµησε µια πολύ διαφορετική της εκδοχή µε τη συλλογή του της Ιστορικής και Εκκλησιαστικής Χαρτογραφίας που «θάλλει» τον καιρό αυτό στο νησί της Υδρας. «Για την Ελλάδα, ρε γαµώ το».
*Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα