Guten Morgen! - Της Χριστιάννας Λούπα
Πρωί – πρωί, μεγαλοτριτιάτικα, ποιος μπορεί να είναι; Ούτε το ξυπνητήρι δεν έχει χτυπήσει ακόμα. Μόλις που πάει να χαράξει και το κουδούνι βάλθηκε να μου τα σπάσει τα νεύρα. Με τα μάτια μισόκλειστα και την τσίμπλα στο μάτι, παραπατώντας και σκοντάφτοντας πάνω στον γάτο που φαρδύς πλατύς εξακολουθεί να κοιμάται μέσα στη μέση, κατευθύνομαι προς την πόρτα, ενώ σιχτιρίζω τις Τρίτες, τα πρωινά, τη μοίρα μου την άκαρδη και οπωσδήποτε αυτόν που εφεύρε το κουδούνι.
Και τότε την είδα. Στο άνοιγμα της πόρτας στεκόταν ογκώδης και ακατέργαστη. Με το παντελόνι το τσουρούτικο κι εκείνο το σακάκι, που μοιάζει να ανασύρθηκε από τα βάθη κάποιου χρονοντούλαπου, με το μαλλί σε στυλ γλυμμένης αγελάδας και το ψυχρό χαμόγελο στα χείλη. Είναι δυνατόν; Κι όμως…
«Άνγκελα!», ξεφώνησα. «Τι θέλεις εσύ εδώ;» Προχώρησε προς το μέρος μου. Άνοιξε τα χέρια, με αγκάλιασε – σχεδόν στοργικά, μπορώ να πω – και μπήκε στο σπίτι. Απέμεινα να την κοιτώ αποσβωλομένη, σαν στήλη άλατος. «Guten Morgen!», έσπασε τη σιωπή της και στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα τη μεγάλη. «Εγκό καλά νέα έχω για το Ελλάντα!», είπε. Την κοίταξα καχύποπτα. Εδώ που τα λέμε, τώρα που την έβλεπα από κοντά, δεν μου φαινόταν και τόσο ξινή. «Ντύο καλά νέα», συνέχισε αυτή. Μα καθόλου ξινή!
«Πρώτον, Γκερμανία αποφάσισε χαρίσει όλα τα χρέη στο Ελλάντα. Nicht δάνεια, nicht χρέη! Alles gut!». Δεν το πιστεύω αυτό που ακούω. Είναι δυνατόν; Η Άνγκελα είναι αυτή; Άγγελος σωστός. Τι γλύκα! Τι χάρη! Τι στόμα μελίρρυτο! Ποιος χαζός λέει ότι έχει ψυχρό χαμόγελο αυτό το θεσπέσιο, χαριτόβρυτο πλάσμα! Αυτή είναι μια γλυκιά κι απλή γυναικούλα, που σαν στοργική μάνα αγκαλιάζει και τα είκοσι έξι παιδιά της και θέλει να τα κάνει ευτυχισμένα.
Πριν προλάβω ωστόσο να συνέλθω από το σοκ, εκείνη μου σκάει και τη δεύτερη μολότοφ. «Γκερμανία επίσης αποφάσισε πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στο Ελλάντα, για τότε που το χαζό Adolf - ξέρει τώρα - έκανε εκείνες τις βλακείες και σκότωνε κόσμο. Κανείς ντεν τον είχε πει ότι μπορούσε κατακτήσει το Ελλάντα πολύ πιο εύκολα και με λιγκότερα έξοντα».
Παραληρώ από τη χαρά μου. Ο γάτος μου, ο Περικλής, τρίβεται στα πόδια της και γουργουρίζει ευτυχισμένος. Μου έρχεται να πηδηχτώ από το παράθυρο από τον ενθουσιασμό μου! Ορμάω στην αγκαλιά της. Άνγκελα! Άνγκελα! Γλυκιά μου, Άνγκελα! Την αγκαλιάζω, τη φιλάω. Δακρύζω από συγκίνηση και… ντρέπομαι. Ντρέπομαι, όχι μόνο για μένα, αλλά και για λογαριασμό των υπόλοιπων εννέα εκατομμυρίων εννιακοσίων ενενήντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα εννέα Ελλήνων Με πιάνουν οι τύψεις, καθώς περνούν από μπροστά μου όλες εκείνες οι τρισάθλιες γελοιογραφίες με τη φτωχή Άνγκελα, άλλοτε ντυμένη SS, άλλοτε με το μουστάκι του Χίτλερ κι άλλοτε πάλι βλοσυρή να σέρνει την Ελλάδα από αλυσίδες και κοκκινίζω στη σκέψη όλων εκείνων των ρυπαρογραφημάτων, που την περνούσαν την κατακαημένη γενεές δεκατέσσερις.
Αχ, καλή μου και παρεξηγημένη Frau! Αχ, Δωροθέα πικραμένη μου! Και πόσο της πηγαίνει αυτό το παντελόνι. Τι κομψή! Και το μαλλί! Τι κουπ! Τι χτένισμα, όλο θηλυκότητα! Τι γοητευτικό στιλ! Τι αιθέρια ύπαρξη! Κάτι να την κεράσω! Τι αγενής που είμαι! Τόση ώρα την έχω τη γυναίκα χωρίς έναν καφέ, ένα συκαλάκι γλυκό, κάτι. Παγώνω όμως στη σκέψη ότι τον γερμανικό καφέ, εκείνο τον Jacobs που είχε από καιρό ξεθυμάνει παρατημένος στο ντουλάπι από το μισητό 2010, τον πέταξα με μεγάλη χαιρεκακία πρόσφατα, όταν η Άνγκελα είχε κάνει εκείνες τις δηλώσεις περί αποβολής της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Πο, πο ρεζιλίκι! Δεν πειράζει, με καθησύχασε, της άρεσε πολύ ο ελληνικός καφές. Κι ενώ εγώ ντροπιασμένη για μια ακόμη φορά, έσπευδα στην κουζίνα, εκείνη έβγαλε το πλεκτό της. Έπλεκε, είπε, ένα γιλεκάκι για τον Γιοακίμ, γιατί ακόμη είχε πολύ κρύο στη Γερμανία.
Την τύχη μου! Ούτε το συκαλάκι γλυκό της θείας Φωφώς από την Ορεστιάδα υπήρχε στο ντουλάπι. Μόνο ένα άδειο βάζο βρήκα. Το είχα καταβροχθίσει από τα νεύρα μου – θυμήθηκα - όταν μου ανακοίνωσαν από τη δουλειά ότι φέτος το Πάσχα, δώρο γιοκ!
Μετά πολλά και κουβαλώντας τα καφεδάκια στο σαλόνι με το δίσκο, μια σειρήνα μου τρύπησε τ’ αυτιά. Ταράχτηκα. Έπεσε ο δίσκος, χύθηκαν οι καφέδες. Τι θα πω τώρα στην Άνγκελα; Κι η σειρήνα συνεχίζει. Οι Γερμανοί ξανάρχονται; Μη φεύγεις, Άνγκελα! Θα φτιάξω άλλο καφέ. Θα σου πω και το φλιτζάνι! Άνγκελα, στάσου! Κι αυτός ο ήχος… Όχι, όχι, δεν είναι σειρήνα. Μα τι γίνεται τέλος πάντων; Τι συμβαίνει;
Δεν είναι σειρήνα, το ξυπνητήρι μου είναι! Κι εγώ στο κρεβάτι. Και η ώρα 6.30. Κι η Άνγκελα πουθενά. Και πρέπει να πάω και στη δουλειά. Και δεν έχει και δώρο του Πάσχα. Κι έχουν κι απεργία τα λεωφορεία. Κι η τρόικα οσονούπω καταφθάνει πάλι. Κι η χρεοκοπία προ των πυλών…
Αχ, Άνγκελα, Άνγκελα, αλλιώς μου τα 'λεγες πριν λίγο…
Χριστιάννα Λούπα
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα