Κ. Π. Καβάφης. Ο Απρίλης... της γέννησης και του θανάτου του... - Της Γιόλας Αργυροπούλου--Παπαδοπούλου*
Φέτος, και συγκεκριμένα την Παρασκευή 29 Απριλίου 2011, συμπληρώνονται 78 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη.
Η έστω και σύντομη αναφορά μας στη ζωή και το έργο του ας αποτελέσει έναν ελάχιστο φόρο τιμής στην ιερή μνήμη του.
Ο Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης, μία εξέχουσα – όχι μόνον ποιητική αλλά γενικότερα πνευματική – φυσιογνωμία τού 20ου αιώνα, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου, στις 29 Απριλίου τού 1863, όπου και πέθανε, σε ηλικία 70 ετών, την ημέρα των γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου τού 1933. Ήταν το ένατο παιδί τού μεγαλέμπορου βαμβακιού, και σημαντικού παράγοντα της ελληνικής παροικίας στην Αλεξάνδρεια, Πέτρου – Ιωάννη Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδη. Και οι δύο γονείς τού ποιητή κατάγονταν από παλιές οικογένειες Φαναριωτών τής Κωνσταντινούπολης.
Ο Καβάφης έζησε τα περισσότερα χρόνια τής ζωής του στην Αλεξάνδρεια. Εδώ, σ’ αυτή την περίφημη πόλη που είχε ιδρύσει ο Μέγας Αλέξανδρος, το 331 π.Χ., στη δυτική άκρη τού Δέλτα τού Νείλου, ο ποιητής πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, κάτω από συνθήκες πολύ μεγάλης ευημερίας. Η οικογένεια του μικρού Κωνσταντίνου διέμενε σε μία διώροφη πολυτελή μονοκατοικία, στο ισόγειο της οποίας στεγάζονταν τα γραφεία τού ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία», με κύριο συνεταίρο τον εγκατεστημένο στο Λονδίνο Γεώργιο Καβάφη, θείο τού ποιητή. Η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη διατηρούσε, στην αριστοκρατική οικία της στην οδό Σερίφ, Γάλλο παιδαγωγό και Αγγλίδα τροφό για τα παιδιά, όπως επίσης Έλληνες υπηρέτες, έναν Ιταλό αμαξά και έναν Αιγύπτιο θυρωρό…
Από το 1870, έτος θανάτου τού πατέρα Πέτρου Καβάφη, άρχισε η οικονομική κατάρρευση και παρακμή τής οικογένειας. Δύο χρόνια αργότερα, το 1872, η Χαρίκλεια Καβάφη κατέφυγε με τα παιδιά της στην Αγγλία, όπου θα είχε την υποστήριξη των συγγενών τού άνδρα της και όπου θα μπορούσαν να βρουν ευκολότερα εργασία οι μεγαλύτεροι γιοι της. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο Λίβερπουλ, και μετά στο Λονδίνο. Κατά το διάστημα εκείνο, ο μικρός Κωνσταντίνος σπούδασε σε αγγλικό σχολείο, στο οποίο διδάχτηκε την αγγλική γλώσσα ως μητρική, παράλληλα δε έμαθε ελληνικά και γαλλικά.
Μετά από έξι περίπου χρόνια διαμονής στην Αγγλία, η οικογένεια επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, το 1878, και ο Κωνσταντίνος, παιδί 15 μόλις ετών, άρχισε να μελετά και να εργάζεται πνευματικά μόνος του, αγοράζοντας ή δανειζόμενος βιβλία από φίλους και από διάφορες βιβλιοθήκες τής Αλεξάνδρειας.
Το 1881, ο νεαρός Κωνσταντίνος εγγράφηκε στο Λύκειο «Ερμής», και κατά την τριετία 1878 – 1881 άρχισε να συντάσσει ένα ιστορικό λεξικό, που δυστυχώς δεν ολοκλήρωσε, αφού τα λήμματα του συγκεκριμένου έργου σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».
Έναν χρόνο αργότερα, το 1882, όταν οι Αιγύπτιοι είχαν εξεγερθεί εναντίον των Άγγλων, ο Κωνσταντίνος και η οικογένειά του πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρέμειναν επί τρία έτη. Η τριετής αυτή παραμονή τού Καβάφη στην Πόλη αποδείχτηκε σημαντική. Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τις ανέκδοτες βιογραφικές σημειώσεις τής Ρίκας Σεγκοπούλου (πρώτης συζύγου τού μετέπειτα κληρονόμου τού Καβάφη), εκεί εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η ομοφυλοφιλία τού ποιητή, πιθανότατα με τον εξάδελφό του Γ. Ψύλλιαρη. Επίσης, ο ποιητής, στην πόλη αυτή, ενδιαφέρθηκε έντονα για μια πολιτική ή δημοσιογραφική καριέρα. Τέλος, το πιο αξιοσημείωτο γεγονός, κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, αποτελούν αναμφίβολα οι πρώτες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην ποιητική τέχνη. Άρχισε να γράφει στίχους (στα ελληνικά και στα αγγλικά) και παράλληλα να μεταφράζει ποιήματα. Από μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν (το 1968) μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματά του από τον Γ. Π. Σαββίδη, επιβεβαιώνεται η πρώιμη αυτή προσπάθεια του Καβάφη. Επίσης, κατά το διάστημα εκείνο, ο ποιητής ολοκλήρωσε κάποιες μελέτες, που είχε ήδη αρχίσει βρισκόμενος στην Αγγλία, επάνω στην Αρχαία και Μεσαιωνική Ελληνική Φιλολογία.
Όταν, τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης επέστρεψε από την Πόλη στην Αλεξάνδρεια, μαζί με την μητέρα του και τ’ αδέλφια του Αλέξανδρο και Παύλο, εγκατέλειψε την αγγλική υπηκοότητα και έλαβε την ελληνική. Σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια τής προσαρμογής του στην Αλεξάνδρεια, ο ποιητής δεν εργάστηκε συστηματικά, καθώς άλλαζε διάφορα επαγγέλματα, όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889 – 1892), όπου το 1892 προσλήφθηκε ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος, και εργάσθηκε μόνιμα επί 30 χρόνια, μέχρι το 1922, φθάνοντας στον βαθμό τού υποτμηματάρχη.
Το 1891 υπήρξε ένα έτος – σταθμός για τον Καβάφη, αφού τότε ο ποιητής εξέδωσε σε αυτοτελές φυλλάδιο το πρώτο αξιόλογο ποίημά του με τίτλο «Κτίσται», όπως επίσης δημοσίευσε μερικά σημαντικά πεζά κείμενά του.
Κτίσται
Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη, - φέρει
καθείς τον λίθον του· ο είς λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις - και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν. Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος
εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.
Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,
ίνα η γενεά αυτή γνωρίσει ευτυχίαν
άδολον και μακράν ζωήν και πλούτον και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν ή δούλην εργασίαν.
Αλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση.
Η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κι’ εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίση.
Τα επόμενα χρόνια ο Καβάφης, καθώς εν τω μεταξύ είχε σημαντικά βελτιωθεί η οικονομική του κατάσταση, πραγματοποίησε ταξίδια στο Κάιρο (1893), στο Παρίσι και στο Λονδίνο (1897).
Το 1899, πέθανε η μητέρα του, σε ηλικία 65 ετών, γεγονός που κυριολεκτικά συγκλόνισε τον ποιητή· ακολούθησαν οι θάνατοι των αδελφών του Γιώργου (1900), Αριστείδη (1902) και Αλέξανδρου (1905), του ξαδέλφου του Γ. Ψύλλιαρη (1918), του αδελφού του Παύλου (1920) και, τέλος, του πιο αγαπημένου απ’ όλα τ’ αδέλφια του, του Τζων (1923). Οι θάνατοι αυτοί, όπως και τα σύντομα ταξίδια του, είναι τα μοναδικά αξιόλογα εξωτερικά γεγονότα στη ζωή τού ποιητή, εν αντιθέσει προς την εσωτερική και ποιητική του ωρίμανση, που θα συνεχιστεί και θα κορυφωθεί σταδιακά, κυρίως μετά την πρώτη δεκαετία τού 20ου αιώνα.
Κατά τα έτη 1901 και 1903, ο Καβάφης ταξίδεψε στην Ελλάδα. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον Πολέμη και τον Πορφύρα. Η ουσιαστικότερη, όμως, γνωριμία του ήταν με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι στις 30 Νοεμβρίου τού 1903 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» το ιστορικής σημασίας άρθρο τού Ξενόπουλου για τον Καβάφη, με τίτλο «Ένας Ποιητής». Πρόκειται για την πρώτη, εκτενή, εγκωμιαστική παρουσίαση της καβαφικής ποίησης στο αθηναϊκό κοινό.
… Είναι νέος, αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχροινός ως γηγενής τής Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ’ ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. Η ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες εκπλήττουν κάπως ένα Αθηναίον, συνειθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα τών λογίων μας. Ο κ. Καβάφης, υπό την έποψιν αυτήν, είναι ο αντίπους τού κ. Πορφύρα. Πρέπει να τον γνωρίση κανείς αρκετά, δια να πεισθή ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά – σιγά θ’ αναγνωρίση, ότι αυτά που λέγει ο Αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είναι γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου – κάπου θα συλλάβη και μερικάς αστραπάς τών μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν – δόξα σοι, ο Θεός! – τον άνθρωπον τής ευρείας σκέψεως και τής καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας…
… Αν εκ πρώτης όψεως τα ποιήματα τού κ. Καβάφη φαίνωνται παράξενα και πιθανόν δεν αρέσουν, είναι διότι είμεθα κακοσυνειθισμένοι με τα άλλα. Αλλ’ ο κ. Καβάφης ομοιάζει – αν ομοιάζη με κανένα – μάλλον προς τους κλασσικούς, παρά προς οιονδήποτε εκ των συγχρόνων… (αποσπάσματα).
Το άρθρο αυτό έκανε γνωστό και επέβαλε τον Καβάφη στον χώρο τής Νεοελληνικής Ποίησης, παρά την αντίδραση του κυρίαρχου λογοτεχνικού Δημοτικισμού που εκπροσωπούσαν ο Ψυχάρης και ο Παλαμάς. Ο Ψυχάρης είχε χαρακτηρίσει τον Καβάφη «καραγκιόζη», ο δε Παλαμάς για την ποίηση του Αλεξανδρινού επαναλάμβανε ακόμη και το 1935: «Τα έργα τού Καβάφη, στίχος, γλώσσα, έκφραση, μορφή και ουσία, μού φαίνονται σα σημειώματα που δεν ημπορούν ή που δεν καταδέχονται να γίνουν ποιήματα…».
Για τα «Κεριά», το υπέροχο αυτό ποίημα του Καβάφη, ο Ξενόπουλος έχει γράψει: Ομολογώ, ότι το ποίημα αυτό εξήσκησεν επ’ εμού έν είδος παραδόξου υποβολής. Μολονότι εις την αρχήν – και εις το τέλος ακόμη – η εικών δεν μού εφάνη τελείως ευτυχής, δεν ηξεύρω πώς τα κεριά αυτά κατώρθωσαν να ζωντανέψουν εις την φαντασίαν μου, και τώρα, όσες φορές κυττάξω εμπρός μου, ή γυρίσω οπίσω μου, είναι αδύνατον να μην ιδώ με τα μάτια τής ψυχής την φωτεινήν αυτήν γραμμήν τών αναμμένων κεριών και την θλιβεράν, – πόσον θλιβεράν, αλλοίμονον! – τών σβυσμένων… Ίσως η μαγγανεία αυτή οφείλεται εις τον θρήνον τών τριών τελευταίων στίχων, εις την οδυνηράν απήχησιν τών λέξεων, αι οποίαι εξέρχονται, νομίζεις, βιαστικαί, διά να προφθάσουν, να μην διακοπούν από λυγμούς…
Το 1903, ο Καβάφης έγραψε το πιο αξιόλογο πεζό κείμενό του, με τίτλο «Ποιητική»· πρόκειται για έναν «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του.
Αναμφισβήτητα, σημαντικό βιογραφικό στοιχείο τού Καβάφη αποτελεί η εγκατάστασή του, το 1907, στον δεύτερο όροφο κάποιου σπιτιού, στην οδό Λέψιους 10. Τους πρώτους μήνες, έμενε μαζί με τον αδελφό του Παύλο, αργότερα δε μόνος του. Στο διαμέρισμα αυτό ο ποιητής έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, παράγοντας το πιο αξιόλογο ποσοτικά και ποιοτικά μέρος τού έργου του. Επίσης, σ’ αυτόν τον χώρο, ανάμεσα στα παλιά έπιπλα και στο φως των κεριών, παγίωσε τον προσωπικό του θρύλο, καθώς πλήθαιναν οι επισκέπτες, η δε φήμη του εξαπλωνόταν στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Από τους επώνυμους επισκέπτες τού διαμερίσματος μνημονεύονται ενδεικτικά ο Ίων Δραγούμης, με τον οποίο ο Καβάφης συνδέθηκε με βαθύτατη φιλία, ο Άγγλος μυθιστοριογράφος E. M. Forster, που συνέβαλε αποφασιστικά στη γνωριμία του αγγλόφωνου κοινού με την ποίηση του Αλεξανδρινού ποιητή, ο André Maurois, ο Καζαντζάκης, ο Ουράνης, η Μυρτιώτισσα.
«Επιτέλους ελευθερώθηκα απ’ αυτό το μισητό πράγμα» είπε ο Καβάφης, όταν – το 1922 – παραιτήθηκε από την εργασία του στο Γραφείο Αρδεύσεων. Από τότε, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη συνέχιση της ποιητικής του δημιουργίας.
Η κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου απένειμε, το 1926, στον Καβάφη το παράσημο του Φοίνικος, μία ιδιαίτερα τιμητική διάκριση, την οποία ο ποιητής αποδέχτηκε υποστηρίζοντας: «Το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποίαν σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή τού παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν, γι’ αυτό και το κρατώ».
Το 1927, γνωρίστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Από το 1930, ο Καβάφης άρχισε να έχει ενοχλήσεις στον λάρυγγά του, που εξελίχθηκαν σε καρκίνο. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1932, ήρθε – με σύσταση των γιατρών του – στην Αθήνα, όπου του έγινε τραχειοτομία. Στερημένος το θείο δώρο τού προφορικού του λόγου – οι αφηγήσεις του ήταν άκρως σαγηνευτικές, όπως μαρτυρούν όλοι όσοι τον γνώρισαν – επικοινωνούσε με τους επισκέπτες του, κατά το πρώτο μετά την επέμβασή του διάστημα, με γραπτά σημειώματα. Ύστερ’ από παραμονή τεσσάρων μηνών στην Αθήνα, επέστρεψε στην αγαπημένη του Αλεξάνδρεια. Όμως, η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν μέρα με τη μέρα…
Στις αρχές Απριλίου του 1933, μεταφέρθηκε από το ζεύγος Σεγκοπούλου (ο Αλέκος Σεγκόπουλος υπήρξε ο μοναδικός κληρονόμος του, βάσει διαθήκης χρονολογημένης από το 1923) στο Ελληνικό Νοσοκομείο τής Αλεξάνδρειας, όπου και πέθανε, στις 29 Απριλίου, ανήμερα στα γενέθλιά του...
Ο Καβάφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό του έργο, το οποίο άλλωστε – όπως είναι γνωστό – συμπλήρωνε μέχρι την τελευταία στιγμή τής ζωής του. Ακολούθησε ένα δικό του, ιδιόρρυθμο σύστημα έκδοσης και κυκλοφορίας τού έργου, το οποίο και προκάλεσε πολλές συζητήσεις στον χώρο των καβαφικών μελετών.
Για πρώτη φορά, το 1935, κυκλοφόρησε συγκεντρωμένο ολόκληρο το σώμα τού αναγνωρισμένου καβαφικού ποιητικού έργου, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου. Συνολικά τα ποιήματαανέκδοτα μέχρι το 1968, και βρέθηκαν στο Αρχείο του ή στα χέρια φίλων του, καθώς και 27 ποιήματα, δημοσιευμένα μεν, μεταξύ των ετών 1886 και 1898, αλλά, αργότερα, αποκηρυγμένα από τον ίδιο τον ποιητή. που έγραψε ο Καβάφης είναι 154· επιπλέον, υπολογίζονται άλλα 75, τα οποία παρέμειναν
Σήμερα, κυκλοφορούν έγκυρες εκδόσεις των αναγνωρισμένων, των ανέκδοτων, των αποκηρυγμένων ποιημάτων (εκδόσεις φροντισμένες από τον Γ. Π. Σαββίδη) και των ατελών ποιημάτων του (από την Ρενάτα Λαβανίνι).
Τα ποιήματα του Καβάφη, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις και τις υποδείξεις τού ίδιου, κατατάσσονται στις εξής τρεις κατηγορίες: 1) ιστορικά, 2) φιλοσοφικά και 3) ηδονικά ή αισθησιακά. Ο Καβάφης θεωρείται ως ο πιο μεταφρασμένος Νεοέλληνας ποιητής, αφού πολλά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, αραβικά, αρμενικά, γαλλικά, γερμανικά, ιαπωνικά, ινδικά, ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, σε σλαβικές και σε πολλές ακόμη γλώσσες.
Εκτός από ποιήματα, ο Καβάφης έγραψε και πεζά, όπως δοκίμια και μελέτες, μεταξύ των οποίων: «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα», «Οι Βυζαντινοί Ποιηταί», «Το Κυπριακόν ζήτημα», «Το τέλος του Οδυσσέως», «Μία σελίς της Τρωικής Ιστορίας» κ.ά.
Αρχικά, η καβαφική ποίηση συνάντησε την επιφύλαξη, ακόμη και την εχθρότητα, του πνευματικού κόσμου. Αργότερα, όμως, ο Καβάφης καθιερώθηκε στην συνείδηση όλων ως ένας ιδιόμορφος μεν, αλλά γεμάτος από ουσιαστικό περιεχόμενο ποιητής, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν τόσο για την αισθητική των ποιημάτων του όσο για την φιλοσοφική σκέψη και το βαθυστόχαστο δίδαγμα.
Μετά τον θάνατό του, ο μέγιστος αυτός Αλεξανδρινός Ποιητής αποτέλεσε αντικείμενο μακροχρόνιων και εμπεριστατωμένων μελετών από πολλούς ποιητές και πεζογράφους, σε ολόκληρο τον κόσμο…
Πράγματι, δεν είναι υπερβολή: ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, μετά τον θάνατό του, αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Ποιητές τού 20ού αιώνα, υπηρετήσας όσο λίγοι την Ποιητική Τέχνη, την «μεγαλύτερη Κερά του κόσμου»…
… Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγει «Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνεις σαν έρχομαι, και να ’ρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλύτερη Κερά του κόσμου…»…
Κ. Π. Καβάφης
(απόσπασμα από τα «Ανέκδοτα Σημειώματα Ποιητικής και Ηθικής, Ι΄».
================================
*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα