Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να “ακούσει” την αγωνία των κοινωνιών και να αντιληφθεί τον κίνδυνο! - Του Γιάννη Σιάτρα
Η περιοριστική οικονομική πολιτική η οποία ασκείται σε όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης και κυρίως στις υπερχρεωμένες χώρες, προβάλλει τον κίνδυνο για μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε πολιτική. Και αυτό, επειδή είναι αμφίβολο εάν η πρακτική του “αυστηρού περιορισμού” και των “περικοπών” είναι πολιτικά διατηρήσιμη.
Από την άλλη πλευρά, στα πλαίσια των προσπαθειών για την καταπολέμηση αυτής της ευρωπαϊκής κρίσης, η Γερμανία ασκεί πιέσεις για τη θεσμοθέτηση των μηχανισμών περιορισμού του ελλείμματος και εφ’ όσον οι προτάσεις αυτές εγκριθούν στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου, οι μηχανισμοί αυτοί θα ενταχθούν στα Συντάγματα ή στο νομοθετικό πλαίσιο των χωρών μελών της Ευρωζώνης. Ήδη, από το καλοκαίρι του 2009, η Γερμανία έχει εντάξει έναν τέτοιο μηχανισμό στο δικό της Σύνταγμα.
Μέσα στον πανικό των ελλειμμάτων και του χρέους που έχει καταλάβει την Ευρωπαϊκή ήπειρο κατά τους τελευταίους μήνες, ένα τέτοιο μέτρο, φαίνεται να έχει μία ικανοποιητική λογική. Όμως, αν δούμε αυτό το “βίαιο” μέτρο μέσα από μία πιο ήρεμη και μία περισσότερο μακροπρόθεσμη οπτική, είναι προφανές ότι, από μόνο του, μπορεί να έχει αρνητική βραχυχρόνια επίδραση και οπωσδήποτε ιδιαίτερα αρνητικό μακροχρόνιο οικονομικό αποτέλεσμα στην ανάπτυξη μίας χώρας.
Το σκηνικό στην Ευρώπη κατά τον τελευταίο χρόνο έχει μεταβληθεί σημαντικά. Σήμερα, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ανησυχούν για τις οικονομικές συνέπειες που θα υπάρξουν στην περίπτωση που αποτύχουν οι προσπάθειες της δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Αντίθετα όμως, θα έπρεπε να ανησυχούν πολύ περισσότερο για τις πολιτικές επιδράσεις. Και αυτό επειδή, ακόμη και εάν η δημοσιονομική σταθεροποίηση ηρεμήσει τις ανησυχίες των ομολογιούχων, θα κινδυνεύσει να καταστρέψει την -ήδη- εύθραυστη και αδύναμη “πολιτική νομιμοποίηση” της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, κινδυνεύει σήμερα να υποστεί τις ίδιες ακριβώς συνέπειες, ή και ακόμη χειρότερες, με τα όσα είχε υποστεί η Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1920, με την εμμονή στη χρήση του “χρυσού κανόνα” και των σταθερών ισοτιμιών που αυτός συνεπαγόταν. Ακολουθώντας αυστηρά εκείνο το ανελαστικό νομισματικό καθεστώς, οι ευρωπαϊκές χώρες οδηγήθηκαν σε υψηλότατα ποσοστά ανεργίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Η κοινωνική εξαθλίωση που φυσιολογικά επκράτησε, οδήγησε στην ανατροπή των Κυβερνήσεων, στην άνοδο στην εξουσία απολυταρχικών πολιτικών ομάδων, στην εγκατάλειψη -βεβαίως- του “χρυσού κανόνα” και λίγο αργότερα, σε έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο.
Οι χώρες της Ευρώπης, κινδυνεύουν σήμερα να πέσουν στην ίδια παγίδα. Το συνταγματικό “φρένο χρέους” που θέλει να επιβάλει η Γερμανία, μετατρέπει την “οικονομική αυστηροποίηση” σε συνταγματική επιταγή. Εάν το μέτρο αυτό υιοθετηθεί και από άλλες χώρες, τότε στην ουσία καταργείται η δυνατότητα άσκησης της απαραίτητης επεκτατικής πολιτικής κατά τη διάρκεια οικονομικών υφέσεων.
Έτσι, καθώς οι χώρες έχουν ήδη απολέσει το δικαίωμα άσκησης νομισματικής πολιτικής (αυτή πλέον ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), το μόνο μέτρο που θα μπορούν να εφαρμόσουν οι Κυβερνήσεις σε περίπτωση ύφεσης θα είναι η μείωση των μισθών και η αύξηση της ανεργίας, έτσι ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους και να βελτιωθεί το εμπορικό τους ισοζύγιο. Όμως, κάτι τέτοιο θα έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για τις ίδιες τις Κυβερνήσεις, αλλά και για τις χώρες τους.
Παράλληλα, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι, μπορεί η Γερμανία να έχει μία μακρά παράδοση δημοσιονομικής πειθαρχίας και ενός αυστηρού πολιτικού συστήματος -το οποίο άλλωστε ταιριάζει και στην ιδιοσυγκρασία του λαού της- αλλά αυτές οι παραδόσεις εκλείπουν από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Τα όσα συμβαίνουν σήμερα στις κοινωνίες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως της “ευρωπαϊκής περιφέρειας” δε μπορούν να συνεχιστούν επί μακρό. Ας μη ξεχνάμε ότι ο “ευρωσκεπτικισμός” κινούνταν πάντα σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Ο έλεγχος τον οποίον νοιώθουν να τους επιβάλλεται σήμερα -είτε από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, είτε από άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις- πολλοί ευρωπαϊκοί λαοί, προκαλεί βλάβη στην ευρωπαϊκή ιδέα, δημιουργεί καχυποψίες, απογοήτευση, ακόμη και ξενοφοβία. Η στάση της Γερμανικής Κυβέρνησης, αλλά ακόμη και των γερμανικών ΜΜΕ, αναφορικά με το ζήτημα της οικονομικής βοήθειας προς ορισμένα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης, σαφέστατα οξύνει το επίπεδο των αρνητικών συναισθημάτων μεταξύ των λαών. Παράλληλα, όπως έχει ήδη συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, η αποτυχία άσκησης πετυχημένης οικονομικής πολιτικής σε ορισμένες χώρες, οδηγεί πολλούς πολιτικούς των χωρών αυτών να κατηγορούν άλλες χώρες ή πολιτικούς άλλων χωρών. Και η τάση αυτή θα αυξάνεται, όσο αυξάνονται οι οικονομικές πιέσεις. Και μαζί της θα αυξάνεται και ο “ευρωσκεπτικισμός”, η “ευρωφοβία” και η ξενοφοβία.
Για να επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να εφαρμόσει μία πολιτική η οποία δεν αρκεί απλά να είναι οικονομικά πετυχημένη και διατηρήσιμη. Θα πρέπει να είναι κοινωνικά πετυχημένη και πολιτικά διατηρήσιμη. Θα πρέπει να δημιουργήσει θεσμικά όργανα τα οποία θα ασκούν μακροπρόθεσμη πολιτική και τα οποία θα μπορούν να διαχειρίζονται τον κίνδυνο μελλοντικών οικονομικών υφέσεων και κρίσεων (και τέτοιες αναπόφευκτα θα υπάρξουν αρκετές), αλλά παράλληλα να αποτρέπει την υιοθέτηση μη πολιτικά διατηρήσιμων καταστάσεων οικονομικής και κοινωνικής αυστηροποίησης, όταν οι υφέσεις επέρχονται. Θα πρέπει να δίνουν συμβατές και αποδεκτές λύσεις στα κράτη που επηρεάζονται περισσότερο από μία κρίση, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διαβεβαιώνουν τα ισχυρότερα οικονομικά κράτη και τις κοινωνίες τους (όπως η Γερμανία σήμερα) ότι δε θα απαιτείται απ’ αυτά να διασώζουν επ’ αόριστον τα ασθενέστερα κράτη.
Σήμερα υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στην “περιφέρεια” της Ευρώπης. Το πρόβλημα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα, εφ’ άπαξ, αλλά παράλληλα με μία μακροπρόθεσμη πολιτική και σχεδιασμό. Και το σχεδιασμό αυτόν -κατά τα φαινόμενα- αδυνατεί να κατανοήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εξακολουθεί να διαπνέεται από τη φιλοσοφία της “καταπολέμησης του πληθωρισμού”, μία φιλοσοφία που στηρίζεται σε γερμανικές οικονομικές αντιλήψεις των δεκαετίων του 1970, 1980 και 1990.
Αντί να συνεχίζονται οι “πειραματισμοί” αβέβαιων πολιτικών, στην πλάτη των λαών και τελικά σε βάρος της πολιτικής και της κοινωνικής ενότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρόβλημα αυτό θα πρέπει να επιλυθεί άμεσα και με αποφασιστικότητα. Θα πρέπει να επιλυθεί με εφ’ άπαξ αγορές των “προβληματικών” ομολόγων και άλλων επικίνδυνων χρηματοικονομικών στοιχείων, με την αποδοχή προσωρινά υψηλότερων ρυθμών πληθωρισμού (ο οποίος άλλωστε στην παρούσα φάση δε μπορεί να καταλήξει να γίνει δομικός) και τη χρηματοοικονομική στήριξη των αδύναμων κρατών, μέσω της έκδοσης ευρω-ομολόγων.
Η χρηματοοικονομική επέκταση (μία πολιτική που κατά κόρον ακολούθησαν και συνεχίζουν να ακολουθούν οι ΗΠΑ) και ο υψηλότερος πληθωρισμός θα βοηθήσουν στη μείωση των παρενεργειών προσαρμογής των προβληματικών οικονομιών, ενώ η έκδοση ευρω-ομολόγων θα βοηθήσει τις συγκεκριμένες αδύναμες οικονομίες να επαναπροσεγγίσουν τις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές.
Βεβαίως, μία τέτοια πολιτική δε θα αποδυναμώσει το ευρώ. Μετά από μία πρώτη διακύμανση, το βέβαιο είναι ότι θα γίνει αντιληπτό από τις αγορές ότι, η οικονομική και θεσμική θωράκιση του συνόλου της Ευρωζώνης, θα οδηγήσει τελικά στη διατήρηση της εσωτερικής του αξίας και της ισχύος του.
Μέσα από μία τέτοια πολιτική, οι κάτοχοι των “προβληματικών” ομολόγων θα πρέπει να συμμετάσχουν κατά ένα μέρος στο κόστος της διάσωσης (και θα είναι δίκαιο να συμμετάσχουν, αφού έπραξαν βασικά επενδυτικά λάθη), είτε μέσω απομείωσης της αξίας των ομολόγων (“κούρεμα”), είτε μέσω του αυξημένου πληθωρισμού.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία μπορεί να μη νοιώθει ευχαριστημένη με την άνοδο του πληθωρισμού, αλλά θα πρέπει να διαβεβαιωθεί ότι θα πρόκειται για ένα προσωρινό και εφ’ άπαξ φαινόμενο και ότι όντως θα έχουν δημιουργηθεί θεσμικοί μηχανισμοί οι οποίοι θα διαφυλάττουν τη μακροχρόνια σταθερότητα στην Ευρωζώνη.
Άλλωστε, η λειτουργία των ζητούμενων θεσμικών μηχανισμών δε θα απέχει πολύ από τη φιλοσοφία της γερμανικής οικονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών: εφαρμογή ενός “χρηματοοικονομικού ανοίγματος” με εμφάνιση σημαντικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων κατά την περίοδο 2008-2010 (δηλαδή κατά τη διάρκεια της κρίσης) και επιστροφή σε συστηματικό δημοσιονομικό περιορισμό και σταδιακή εμφάνιση ακόμη και πλεονασμάτων κατά τη διάρκεια των ετών της θετικής οικονομικής συγκυρίας.
Η πολιτική αυτή είναι γνωστή από παλαιά, είναι η πολιτική του κάθε “συνετού νοικοκύρη”, είναι ακόμη η πολιτική που περιγράφεται στη Βίβλο, στα χρόνια του Ιωσήφ, ο οποίος προέτρεψε τον τότε Αιγύπτιο Φαραώ να “αποταμιεύει τα πλεονάσματα της παραγωγής κατά τη διάρκεια των εύφορων επτά χρόνων για να έχει να ταϊσει το λαό του κατά τη διάρκεια των δύσκολων επτά χρόνων που θα ακολουθούσαν”.
Την ίδια πολιτική ασπάζεται και ο Κεϋνσιανισμός (τουλάχιστον στην πραγματική ή τη “σκληρή” του διάσταση), ο οποίος απαιτεί “συνετή διαχείριση” και δημιουργία πλεονασμάτων κατά τη διάρκεια της θετικής οικονομικής συγκυρίας και “διαχείριση ενίσχυσης της οικονομίας” με την πρόκληση δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κατά τη διάρκεια των υφέσεων.
Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε με εξαιρετική επιτυχία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν σχεδόν το σύνολο των κρατών του ΟΟΣΑ πέτυχε να μειώσει δραματικά τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ.
Στην πραγματικότητα, οι υποστηρικτές της “σκληρής” εκδοχής του Κεϋνσιανισμού, δεν κατηγορούν το γερμανικής έμπνευσης “Σχέδιο για το Ευρώ” ως υπερβολικά “σκληρό”. Αντίθετα, το κατηγορούν ως “μαλακό” ή “ανεπαρκές” με την έννοια ότι δεν είναι αρκετά αυστηρό προς τα κράτη. Τα μέλη της Ευρωζώνης -υποστηρίζει η άποψη αυτή- δε θα έπρεπε να επιτρέπεται να παράγουν -έστω και μέτρια- δημοσιονομικά ελλείμματα κατά τη διάρκεια των θετικών οικονομικών συγκυριών. Αντίθετα, θα έπρεπε να οδηγούνται να παράγουν δημοσιονομικά πλεονάσματα, ώστε να μειώνουν το χρέος που συσσωρεύθηκε νωρίτερα, αλλά και για να δημιουργούν πλεόνασμα για να αντιμετωπίσουν την ύφεση που -φυσιολογικά- θα ακολουθήσει.
Αυτό σημαίνει ότι, στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να κάνει πιο αυστηρό το Σύμφωνο Σταθερότητας και παράλληλα να ισχυροποιήσει τους μηχανισμούς ελέγχου του Συμφώνου αυτού.
Σήμερα, το Σύμφωνο Σταθερότητας, επιτρέπει την ύπαρξη ελλειμμάτων έως 3% ετησίως και μία σχέση χρέους προς ΑΕΠ, ίση με 60%. Όμως, το σύστημα αυτό δεν είναι καθόλου ελαστικό κατά τη διάρκεια των υφέσεων και είναι καταδικασμένο -όπως αποδείχθηκε ακόμη και από τα “ισχυρά” κράτη που σήμερα διαμαρτύρονται- να παραβιάζεται στις περιπτώσεις αυτές.
Για να είναι αποτελεσματικό, το Σύμφωνο Σταθερότητας, θα πρέπει να γίνει περισσότερο αυστηρό. Το Σύμφωνο θα πρέπει να απαιτεί από τις χώρες να εμφανίζουν πλεονάσματα κατά τη διάρκεια των “εύφορων” χρόνων.
Όμως, ποιά κυβέρνηση θα ξεφύγει από τον “πειρασμό” να ξοδέψει για να διατηρήσει τη δημοφιλία της; Για το λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να δημιουργήσει και να θεσμοθετήσει έναν ελεγκτικό μηχανισμό, ο οποίος θα εξετάζει και θα επεμβαίνει στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών, βεβαίως μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων συμπεριφοράς και άσκησης πολιτικής. Ο ελεγκτικός μηχανισμός θα επιβεβαιώνει ότι το πλεόνασμα που δημιουργείται στα “καλά” χρόνια είναι αυτό που αρχικά είχε συμφωνηθεί, ενώ θα εγκρίνει τη “χαλάρωση” της πολιτικής και τη δημιουργία ελλείμματος, ακόμη και μεγαλύτερο του 3%, στα “δύσκολα” χρόνια της ύφεσης.
Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι, αυτή η εφαρμογή των εργαλείων της δημοσιονομικής πολιτικής, απαιτεί έναν συντονισμό των δημοσιονομικών και των νομισματικών πολιτικών, μεταξύ των Κρατών - μελών της Ευρωζώνης. Με τη σειρά του, αυτό θα σημαίνει ότι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δε θα μπορεί πλέον να είναι απόλυτα ανεξάρτητη, όπως είναι από τη δημιουργία του ευρώ έως και σήμερα.
Και εδώ βρίσκεται ένα σημαντικό πρόβλημα, αφού σήμερα, η ΕΚΤ αρνείται τον έλεγχο ακόμη και από το Ευρωκοινοβούλιο, παρά το γεγονός ότι αυτή παίζει έναν ολοένα διευρυνόμενο ρόλο στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής σε χώρες της Ευρωζώνης (περίπτωση Ελλάδας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας), αλλά και άλλων κρατών μέσα από τη στήριξη και τον έλεγχο των τραπεζικών συστημάτων. Από την άλλη πλευρά βέβαια, η ΕΚΤ κατηγορείται (ίσως και δίκαια) ότι απέτυχε να ελέγξει τη “φούσκα” των αξιών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, μέσα από ένα αποτελεσματικό έλεγχο, που όφειλε να κάνει ως θεσμικός φορέας, στους διάφορους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς.
Ο διάλογος στη ζήτημα αυτό, σήμερα επικεντρώνεται στο εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η διοίκηση της οποίας διορίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα έπρεπε να είναι περισσότερο διαλεκτική και περισσότερο συνεργάσιμη με τις εθνικές Κυβερνήσεις, οι οποίες άλλωστε δε διορίζονται, αλλά εκλέγονται από τους λαούς τους.
Ακόμη και εάν ο περιορισμός της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ, εκ πρώτης όψεως, δείχνει να μην είναι αποδεκτός από οικονομικής απόψεως, είναι οπωσδήποτε απαραίτητος από πολιτική άποψη, αφού, η διαχείριση εξουσίας που μπορεί ακόμη και να καταστρέψει έθνη και λαούς από μη εκλεγμένους τεχνοκράτες, δεν είναι αποδεκτή με βάση τη σύγχρονη πολιτική ιδεολογία και πρακτική.
Άλλωστε, καθώς μεταβάλλονται οι δομές της διεθνούς οικονομίας, σταδιακά μεταβάλλονται και τα προβλήματα. Οι -έως σήμερα- αναπτυγμένες χώρες, δε δείχνουν πλέον να κινδυνεύουν από την “κατάρα” του πληθωρισμού που τις αποσταθεροποίησε κατά τις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990 και η οποία δημιούργησε τις σημερινές πρακτικές. Η διαχείριση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες κατά τις δεκαετίες αυτές, βεβαίως βοήθησε στη διαχείριση του πληθωρισμού, πλην όμως μακροχρόνια συνέβαλε τα μέγιστα -αν όχι προκάλεσε- στη δημιουργία των “χρηματοοικονομικών φουσκών” που παραλίγο να καταστρέψουν την παγκόσμια κοινότητα κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρηματοοικονομικής κρίσης.
Η Ευρώπη δεν έχει σήμερα άλλη επιλογή, από το να δημιουργήσει μία “ατελή οικονομική ένωση”, η οποία θα επιτρέπει τη δημοσιονομική συνεργασία, έλεγχο και βοήθεια μεταξύ των κρατών μελών της, με τρόπο ώστε να εξισορροπούνται οι “ασύμμετρες επιδράσεις” των οικονομικών κρίσεων, μέσα από τη θεσμοθετημένη και ελεγχόμενη “μεταφορά πόρων” μεταξύ των κρατών.
Μέσα σε μία “ατελή νομισματική ένωση” στην οποία θα πρέπει να εξελιχθεί η Ευρωζώνη, η διαχείριση των πλεονασμάτων, όπως συνιστά ο “σκληρός Κεϋνσιανισμός”, επιτρέπει τη δημιουργία “προστατευτικών μηχανισμών”για την αντιμετώπιση των υφέσεων. Όμως, στις έκτακτες δύσκολες συγκυρίες (κρίσεις), απαιτούνται μεταφορές πόρων από τις χώρες που επηρεάστηκαν λιγότερο, προς τις χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο.
Βέβαια, σε καμία περίπτωση αυτό δε σημαίνει ότι η Ευρωζώνη θα πρέπει να εξελιχθεί σε ένα πλήρες θεσμοθετημένο σύστημα ομόσπονδων κρατών, όπως ίσως φοβούνται σήμερα οι γερμανοί φορολογούμενοι. Όμως όπως αποδεικνύεται από τις σημερινές περιστάσεις, είναι ζωτικό για τη μακροζωία της Ευρωζώνης, να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός βραχυχρόνιων μεταφορών πόρων για την αντιμετώπιση των κρίσεων.
Η εφαρμογή ενός πιο ολοκληρωμένου Συμφώνου Σταθερότητας, δε θα λύσει βεβαίως το σύνολο των δομικών οικονομικών ή των πολιτικών προβλημάτων της Ευρωζώνης ή των χωρών μελών της. Όμως θα την απομακρύνει από την καταστροφή που σήμερα δείχνει να οδηγείται. Ένα νέο σύνολο κανόνων, το οποίο λαμβάνει υπ’ όψη του τους παράγοντες της εκάστοτε οικονομικής συγκυρίας, αλλά και τις ιδιαιτερότητες του κάθε λαού, μπορεί να είναι πολιτικά βιώσιμος και να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των γερμανών φορολογούμενων, αλλά και των πολιτών των Κρατών - μελών που σήμερα έχουν κτυπηθεί από την κρίση.
Η αναγκαστική υιοθέτηση των γερμανικών κανόνων, που γίνεται κατά τη διάρκεια στιγμών απελπισίας και ανάγκης από τους λαούς των περιφερειακών κρατών, όπως συμβαίνει σήμερα, μπορεί να δίνει μία προσωρινή “ταμειακή” λύση στα επείγοντα ταμειακά προβλήματα, όμως δε μπορεί να είναι πολιτικά βιώσιμη και συνεπώς κινδυνεύει να οδηγήσει σε μία νέα και μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική κρίση, η οποία μπορεί να αποβεί και μοιραία για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Καθώς η Ευρώπη επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στο οικονομικό της πρόβλημα και επιμένει να αγνοεί τις πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες των προτεινόμενων λύσεων, απλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αποτυχία της. Η σημερινή περίπτωση της “οριζόντιας αυστηροποίησης” δε δείχνει να περπατά. Και εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτύχει σήμερα να διαχειριστεί τα πολιτικά προβλήματα που προκαλούν οι δικές της θεσμικές αδυναμίες, τότε θα οδηγηθεί στην κατάρρευση.
Είναι λάθος να πιστεύουν στις Βρυξέλλες ότι μπορούν να οι ψηφοφόροι των κρατών να αποδέχονται επί μακρόν να πληρώνουν αυτοί και μόνον την κρίση που δημιουργεί το λανθασμένο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ την ίδια στιγμή οι ιδιώτες να απολαμβάνουν τα κέρδη τους. Είναι επιτακτική ανάγκη να μεταβληθεί η νοοτροπία και να προσαρμοστούν οι μηχανισμοί. Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, θα τους ανατρέψουν οι κουρασμένοι και θυμωμένοι ψηφοφόροι.
Για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου, μεταξύ των άλλων, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το άρθρο "How to Save the Euro - and thw EU. Reading Keynes in Brussels" των Henry Farrell και John Quiggin, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign Affairs, τεύχος May/June 2011.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα